Τι σημαίνει το learning στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης learning στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του learning στο Αγγλικά.
Η λέξη learning στο Αγγλικά σημαίνει μόρφωση, παιδεία, μάθηση, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, συνδυασμένη μέθοδος διδασκαλίας, συνεργατική μάθηση, εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεως, ηλεκτρονική μάθηση, ηλεκτρονικής μάθησης, εκπαιδευτική δραστηριότητα, καμπύλη μάθησης, καμπύλη εκμάθησης, μαθησιακή δυσκολία, που έχει μαθησιακές δυσκολίες, στόχος μαθήματος, τρόπος μάθησης, τρόπος εκμάθησης, μηχανική μάθηση, mastery learning, εκμάθηση με επανάληψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης learning
μόρφωση, παιδείαnoun (knowledge acquired) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This class will add to my learning about this subject. Αυτό το μάθημα θα προσθέσει στη μόρφωσή μου όσον αφορά αυτό το αντικείμενο. |
μάθησηnoun (process of gaining skill or awareness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Much learning takes place outside of the classroom. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα. |
μαθαίνωtransitive verb (know by studying) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I would love to learn Spanish one day. Θέλω πολύ να μάθω κάποτε ισπανικά. |
μαθαίνωtransitive verb (memorize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The actor had to learn his lines. Ο ηθοποιός έπρεπε να μάθει το ρόλο του. |
μαθαίνωverbal expression (skill: acquire) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Children usually start to learn to walk when they are about a year old. Τα παιδιά συνήθως αρχίζουν να μαθαίνουν να περπατούν στην ηλικία του ενός έτους. |
μαθαίνωtransitive verb (technique: master) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He learned the art of stone masonry in just three years. Έμαθε την τέχνη του χτίστη σε τρία μόλις χρόνια. |
μαθαίνω(details, reasons: ascertain) (ποιος, τι, γιατί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After weeks of work, the detective finally learned who the killer was. Μετά από δουλειά εβδομάδων, ο αστυνόμος τελικά βρήκε ποιος ήταν ο δολοφόνος. |
μαθαίνωtransitive verb (with object: discover) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guess what I just learned by listening in to a phone conversation? Μάντεψε τι έμαθα ακούγοντας μια τηλεφωνική συζήτηση! |
μαθαίνωtransitive verb (with clause: become aware) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I only learned yesterday that he had died. Μόλις χθες έμαθα ότι πέθανε. |
μαθαίνωintransitive verb (acquire knowledge) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I don't know how to do it, but I'll learn. Δεν ξέρω πώς να το κάνω, αλλά θα μάθω. |
συνδυασμένη μέθοδος διδασκαλίαςnoun (learning in classroom and online) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνεργατική μάθησηnoun (teaching: multi-level groups) (εκπαίδευση) |
εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεωςnoun (correspondence classes) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) For people living in remote areas, distance learning is a good alternative to attending classes. Για όσους ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, η εκπαίδευση εξ αποστάσεως είναι μια καλή εναλλακτική της παρακολούθησης μαθημάτων. |
ηλεκτρονική μάθησηnoun (online study) |
ηλεκτρονικής μάθησηςnoun as adjective (relating to online study) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκπαιδευτική δραστηριότηταnoun ([sth] done for educational purposes) The students' visit to the museum was an enjoyable learning activity. |
καμπύλη μάθησης, καμπύλη εκμάθησηςnoun (degree of difficulty in learning [sth]) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) There's a steep learning curve for English speakers starting to learn Japanese. |
μαθησιακή δυσκολίαnoun (cognitive disorder) |
που έχει μαθησιακές δυσκολίεςadjective (having an educational disability) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στόχος μαθήματοςnoun (aim of a lesson) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Learning objectives include skills acquisition and the ability to apply concepts. |
τρόπος μάθησης, τρόπος εκμάθησηςnoun (preferred way of acquiring knowledge) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μηχανική μάθησηnoun (artificial intelligence field) |
mastery learningnoun (educational approach) (εκπαίδευση) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
εκμάθηση με επανάληψηnoun (memorization by repetition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Though many teachers don't like it, I still believe that rote learning is useful for some topics. The best way to remember your times tables is by rote learning. Αν και δεν αρέσει σε πολλούς δασκάλους, ακόμη πιστεύω πως η εκμάθηση με επανάληψη είναι χρήσιμη σε κάποια θέματα. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του learning στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του learning
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.