Τι σημαίνει το leaning στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης leaning στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του leaning στο Αγγλικά.
Η λέξη leaning στο Αγγλικά σημαίνει που γέρνει, τάση, άπαχος, σφιχτός, αδύνατος, λεπτός, κλίνω, κλίση, φτωχικός, φτωχός, που γέρνει μπροστά, που γέρνει προς τα εμπρός, που έχει κλίση προς τα εμπρός, προοδευτικός, αριστερίζων, Πύργος της Πίζας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης leaning
που γέρνειadjective (not straight) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The leaning outbuilding is dangerous and will have to be demolished. Το βοηθητικό κτίριο που γέρνει είναι επικίνδυνο και θα πρέπει να κατεδαφιστεί. |
τάσηplural noun (tendency, inclination) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The governor has some liberal leanings, but somehow still keeps cutting the budget for education. Ο κυβερνήτης έχει κάποιες φιλελεύθερες τάσεις, αλλά παρόλα αυτά κάνει περικοπές στον προϋπολογισμό για την εκπαίδευση. |
άπαχοςadjective (meat: having little fat) (για κρέας: με λίγο λίπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I prefer lean meat to fatty meat. Προτιμώ το άπαχο κρέας από το παχύ. |
σφιχτόςadjective (body: thin and strong) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The female athlete's muscles were lean. Οι μύες της αθλήτριας είναι σφιχτοί (or: σφιχτοδεμένοι). |
αδύνατος, λεπτόςadjective (person: thin) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Her lean figure was silhouetted by the sun. Ο ήλιος διαγράφει την αδύνατη (or: λιγνή) της φιγούρα. |
κλίνωintransitive verb (slant, not be vertical) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The Leaning Tower of Pisa leans away from the sea. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ξέρεις αν ο Πύργος της Πίζας έκλινε ανέκαθεν τόσο πολύ προς τη μία πλευρά; |
κλίσηnoun (angle of slant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The tower has a 10-degree lean. |
φτωχικός, φτωχόςadjective (poor; lacking richness) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) These are lean times for many people, as prices rise and wages decline. Αυτά τα χρόνια είναι φτωχικά για πολλούς ανθρώπους, καθώς οι τιμές αυξάνονται και οι μισθοί πέφτουν. |
που γέρνει μπροστά, που γέρνει προς τα εμπρός, που έχει κλίση προς τα εμπρόςadjective (bent or tilted forwards) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προοδευτικόςadjective (figurative (progressive) (ιδεολογία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αριστερίζωνadjective (figurative (beliefs: tending to socialism) (πολιτική) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
Πύργος της Πίζαςnoun (bell tower in Italy) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The Leaning Tower of Pisa attracts many tourists every year. Ο Κεκλιμένος Πύργος της Πίζας προσελκύει πολλούς τουρίστες κάθε χρόνο. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του leaning στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του leaning
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.