Τι σημαίνει το face στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης face στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του face στο Γαλλικά.
Η λέξη face στο Γαλλικά σημαίνει μπροστινή πλευρά, πλευρά, στρίβω, πλευρά, κορώνα, μέτωπο, πρόσθια, μπροστινή όψη, γυάλινη πλάκα, πίσω πλευρά, άλλη πλευρά, κοιτάζω, αποδέχομαι, κοιτάζω, αντιμετωπίζω, μπροστινό μέρος, αλλαγή, μεταστροφή, μεταστροφή, στροφή, διόπτρα, γρήγορη αλλαγή απόφασης, αναστροφή, κιτρινιάρης, κωλοτούμπα, μεταβολή, στροφή 180 μοιρών, μεταστροφή θέσης, περνάω, αντιμετωπίζω, αντιμετωπίζω, ανταγωνίζομαι, επωμίζομαι, αντέχω, ξεσκεπάζω, μπρούμυτα, από την αντίθετη κατεύθυνση, πρόσθιος, μπροστινός, εμπρόσθιος, προς τη θάλασσα, σε δίλημμα, είμαι σε άρνηση, αντιμετωπίζω, ένας προς έναν, διπλός, αντιμέτωπος με, κόντρα στον άνεμο, ακριβώς απέναντι, ακριβώς μπροστά, κατά πρόσωπο, κατάφατσα, ακριβώς απέναντι, μπρούμυτα, ακριβώς απέναντι, κατά πρόσωπο, με το πρόσωπο προς τα κάτω, πρόσωπο με πρόσωπο, απευθείας αντιπαράθεση, αντιμέτωπος με το θάνατο, Άρπα την!, Φα' την!, κατάλαβέ το, αποδέξου το, υπναράς, κοιμήσης, συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο, βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά, εξωτερική επιφάνεια, κρυφή πτυχή, παιχνίδι στοιχημάτων που παίζεται με νομίσματα, ταινία διπλής όψης, πρώτη πλευρά, δεύτερη πλευρά, κορώνα ή γράμματα, brownface, απέναντι, δεν δειλιάζω μπροστά σε κτ, αποδέχομαι τις συνέπειες, αντιμετωπίζω τις συνέπειες, αναλαμβάνω την ευθύνη, χάνω, μαζεύω τα κομμάτια μου, στρίβω κέρμα, κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω επιτόπου στροφή, περισώζω την αξιοπρέπειά μου, δεν είμαι ισάξιος με κπ, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, ρίχνω κτ κορώνα γράμματα, αντιμετωπίζω, τοποθετώ μπροστά από, αποφεύγω, αποτραβιέμαι από, υποχωρώ, αντέχω υπό, είμαι στις μαύρες μου, έχω ακεφιές, είμαι στα κάτω μου, ένας με ένας, από τη μία πλευρά, μπροστά σε κτ, πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ, άγνωστη πλευρά, παραλιακός, ανφάς, προς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης face
μπροστινή πλευράnom féminin (côté) Elle posa la carte face cachée sur la table. Τοποθέτησε την κάρτα στο τραπέζι με την μπροστινή πλευρά προς τα κάτω. |
πλευρά(d'un cube,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un cube a six faces. Ένας κύβος έχει έξι πλευρές. |
στρίβωnom féminin (Armée : commande) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Face à droite ! Στρίψε προς τον στρατιώτη δεξιά! |
πλευρά(d'une feuille,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Retourne le journal de l'autre côté. Γύρνα το χαρτί από την άλλη μεριά. |
κορώναnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) "Pile ou face ?", demanda-t-elle en lançant la pièce. «Κορώνα ή γράμματα;» ρώτησε στρίβοντας το νόμισμα. |
μέτωπο, πρόσθια, μπροστινή όψη(d'une pièce) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γυάλινη πλάκαnom féminin (TV) |
πίσω πλευρά, άλλη πλευρά
L'envers de la pièce de monnaie est très usé. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η πίσω πλευρά του άλμπουμ είχε επίσης μερικά καλά κομμάτια. |
κοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fais face au professeur quand tu lui parles. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μετά από αυτό που έγινε δεν μπορώ να τον αντικρίσω. |
αποδέχομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devons regarder les faits en face. Πρέπει να αποδεχτούμε τα γεγονότα. |
κοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tournez-vous et faites face au public. Γύρνα και αντίκρισε το κοινό. |
αντιμετωπίζω(ψάχνω λύση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous devez faire face à vos problèmes. Πρέπει να αντιμετωπίσεις τα προβλήματά σου. |
μπροστινό μέρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Y a-t-il une rayure sur le devant de la télévision ? Υπάρχει γρατζουνιά στο μπροστινό μέρος της τηλεόρασης; |
αλλαγή, μεταστροφή(άποψης, θέσης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son revirement a suivi les résultats du sondage. Η μεταστροφή των απόψεών του προέκυψε αφότου έμαθε τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης. |
μεταστροφή, στροφήnom féminin (απρόσμενη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διόπτρα(επίσημο: με μακριά λαβή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γρήγορη αλλαγή απόφασηςnom féminin invariable (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils ont fait volte-face après avoir découvert des documents compromettants. |
αναστροφήnom féminin invariable (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κιτρινιάρης(familier, insultant) (προσβλητικό) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
κωλοτούμπαnom féminin invariable (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa nouvelle prise de position sur le retrait des troupes constitue une énorme volte-face. |
μεταβολή, στροφή 180 μοιρώνnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεταστροφή θέσηςnom féminin invariable (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περνάω(une expérience) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Νίκος πέρασε πολλά στην παιδική του ηλικία. |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si vous affrontez les brutes, elles vous laisseront habituellement tranquille par la suite. Αν αντιμετωπίσεις τους νταήδες, συνήθως σε αφήνουν ήσυχο μετά. |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons affronté de nombreux obstacles sur notre chemin. Αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες στο ταξίδι μας. |
ανταγωνίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les petits commerces indépendants doivent affronter les grands supermarchés. |
επωμίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan n'arrivait pas à gérer et s'est donc fait virer. |
ξεσκεπάζω(soutenu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mariée a dévoilé son visage pour que son nouveau mari puisse l'embrasser. |
μπρούμυτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο επικεφαλής επιθεώρησε τα υποκείμενα ενώ που ήταν ξαπλωμένα μπρούμυτα μπροστά του. |
από την αντίθετη κατεύθυνση(véhicules) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρόσθιος, μπροστινός, εμπρόσθιοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προς τη θάλασσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε δίλημμαlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'étais face à un dilemme : devais-je la revoir ou pas ? |
είμαι σε άρνηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ξέσπασε σε δάκρυα όταν ήρθε αντιμέτωπη με την απιστία του συζύγου της. |
ένας προς έναν
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
διπλόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιμέτωπος μεlocution verbale (κάτι ή το να κάνω κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne veux pas me retrouver face à (or: me trouver face à, or: me retrouver confronté à) ce problème. |
κόντρα στον άνεμο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ακριβώς απέναντιadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mes beaux-parents habitent juste en face, ce qui est pratique pour garder les enfants. |
ακριβώς μπροστά(ΗΠΑ,αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu ne peux pas manquer la cible : elle est droit devant. |
κατά πρόσωπο, κατάφατσαlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a vu la mort en face quand il est tombé de sa moto. |
ακριβώς απέναντιlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Continuez tout droit jusqu'à la cathédrale : la poste est juste en face. |
μπρούμυταlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακριβώς απέναντι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le café dans lequel j'aime déjeuner est juste en face de la banque. |
κατά πρόσωποlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je n'ai aucun problème à te dire en face que je pense que tu es un idiot. |
με το πρόσωπο προς τα κάτω(personne) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Après avoir trébuché sur le patin à roulettes, il s'est trouvé face contre terre sur le trottoir. |
πρόσωπο με πρόσωπο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ανταλλάζαμε email για ένα χρόνο πριν τελικά βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Είχαμε δει φωτογραφίες ο ένας του άλλου, αλλά την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο σοκαριστήκαμε. |
απευθείας αντιπαράθεση
|
αντιμέτωπος με το θάνατοlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Άρπα την!, Φα' την!(figuré, familier) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Et tu pensais que je ne pouvais pas gagner ? Bah prends-toi ça dans les dents ! |
κατάλαβέ το, αποδέξου τοinterjection (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Regarde les choses en face, Peter. Tu n'es pas un très bon chanteur. Κατάλαβε το, Πέτρο - απλά δεν είσαι πολύ καλός τραγουδιστής. Αποδέξου το - η μητέρα σου πέθανε και δεν μπορείς να τη φέρεις πίσω με τίποτα. |
υπναράς, κοιμήσης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La boutique est du côté nord de la rue. |
εξωτερική επιφάνειαnom féminin (Technol, Méd) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κρυφή πτυχήnom féminin (figuré) |
παιχνίδι στοιχημάτων που παίζεται με νομίσματαnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ταινία διπλής όψης(®) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρώτη πλευράnom féminin (d'un vinyle) |
δεύτερη πλευράnom féminin (d'un vinyle) |
κορώνα ή γράμματαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
brownfacenom masculin (anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
απέναντι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mon bureau est juste en face du centre commercial. Το κτίριο του γραφείου μου είναι ακριβώς απέναντι από το εμπορικό κέντρο. |
δεν δειλιάζω μπροστά σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les soldats font face à leur devoir, même au cœur de la bataille. |
αποδέχομαι τις συνέπειεςlocution verbale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιμετωπίζω τις συνέπειες, αναλαμβάνω την ευθύνηlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son seul choix était de rentrer et de faire face aux conséquences. |
χάνωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαζεύω τα κομμάτια μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après la mort de son mari, elle fit de son mieux pour reprendre le cours normal de la vie. |
στρίβω κέρμαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω επιτόπου στροφήlocution verbale (se retourner rapidement) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περισώζω την αξιοπρέπειά μουlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
δεν είμαι ισάξιος με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Entre les impôts et le coût élevé de la vie, j'ai du mal à m'en sortir. Με τους φόρους και το υψηλό κόστος ζωής, μετά βίας τα καταφέρνω. |
ρίχνω κτ κορώνα γράμματαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Neil était réticent à l'idée d'affronter son chef au sujet de ce problème. Ο Νηλ δίσταζε να έρθει αντιμέτωπος με τον προϊστάμενό του για το πρόβλημα. |
τοποθετώ μπροστά απόverbe transitif (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vers l'âge de trois mois, les bébés commencent à fixer leur regard sur les objets qui sont placés devant eux. Il a placé l'assiette de biscuits devant sa mère. Σε 3 μήνες περίπου τα μωρά αρχίζουν να επικεντρώνουν τα μάτια τους σε αντικείμενα που τοποθετούνται μπροστά τους. Τοποθέτησε το πιάτο με τα μπισκότα μπροστά στη μητέρα του. |
αποφεύγω, αποτραβιέμαι από, υποχωρώ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un bon leader ne recule jamais devant l'obstacle. |
αντέχω υπό
Son alibi n'a pas tenu longtemps face aux arguments de l'accusation. |
είμαι στις μαύρες μου, έχω ακεφιές, είμαι στα κάτω μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ένας με έναςlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από τη μία πλευράlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On peut trouver une image de George Washington d'un côté d'un dollar américain. |
μπροστά σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Face à la foule enragée, la représentante est restée calme. Η ομιλήτρια διατήρησε την ψυχραιμία της μπροστά στο θυμωμένο πλήθος. |
πρόσωπο με πρόσωπο με κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En marchant dans les bois, l'homme fut choqué de se retrouver face à face (or: nez à nez) avec un ours. |
άγνωστη πλευράnom féminin Le documentaire expose la face cachée sordide de l'industrie du jeu. |
παραλιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανφάςadjectif (photographie) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
προς
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Elle se tenait debout, son dos face à moi. Στεκόταν με την πλάτη προς το μέρος μου. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του face στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του face
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.