Τι σημαίνει το dolor στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dolor στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dolor στο ισπανικά.
Η λέξη dolor στο ισπανικά σημαίνει πόνος, πόνος, πόνος, πόνος, πόνος, πόνος, πόνος, θλίψη, ταλαιπωρία, πόνος, βαριά καρδιά, ευαισθησία, απώλεια, θλίψη, λύπη, ενόχληση, δυσφορία, πόνος, παλούκι, πακέτο, πόνος, ανώδυνος, πονοκέφαλος, ωταλγία, ανησυχία, έννοια, πόνος στη μέση, σφύζων πονοκέφαλος, ταλαιπωρία, δοκιμασία, αισθάνομαι πόνο, οδυνηρά, επώδυνα, μπελάς, σφαδάζω, σφάχτης, βραχνάς, που έχει πονοκέφαλο, που τον πονάει το κεφάλι του, που δεν πονάει, που δεν πονά, χωρίς πόνο, όριο πόνου, οδύνη, πόνος, πονόδοντος, πόνος στη μέση, στομαχόπονος, κοιλόπονος, κοιλόπονος, στομαχόπονος, έντονος, δριμύς, οξύς, διαπεραστικός, σωματικός πόνος, σφύζων πόνος, έντονος πόνος, δυνατός πόνος, πόνος στα κόκκαλα, μυϊκοί πόνοι, κακός μπελάς, μπελάς, έντονος πόνος, σφάχτης, σουβλιά, πονόλαιμος, πόνος στο στήθος, πόνος στα μάτια, αρθραλγία, παρηγορητική φροντίδα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, στομαχικό πόνο, διαξιφιστικός πόνος, σφαδάζω από τους πόνους, διπλώνομαι από πόνο, προκαλώ πόνο, διπλώνομαι από πόνο, βασανίζω, προκαλώ πόνο, πονάω, πονώ, υποφέρω, που σφαδάζει, μορφασμός, μαζεύομαι, ζαρώνω, άσχημος πονοκέφαλος, ταλαιπωρώ, βασανίζω, πονοκέφαλος, αναστάτωση, μπελάς, ρευματικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dolor
πόνοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sentía un dolor en la pierna después del partido. Μετά τον αγώνα, ένιωθε έναν πόνο στο πόδι. |
πόνοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Laura se quejó de dolor en uno de sus dientes. Η Λώρα παραπονιόταν για πόνο σε ένα από τα δόντια της. |
πόνοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πόνοςnombre masculino (figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tengo dolor de corazón desde que me dejaste. Έχω έναν πόνο στην καρδιά μου αφότου με άφησες. |
πόνος(coloquial) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πόνοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El dolor no va a desaparecer. Voy a tomar una aspirina. |
πόνοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Por más que trataba, Adam no podía olvidar el dolor de las crueles palabras de su esposa. |
θλίψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Después del incendio todo el pueblo estaba azotado por pena y tristeza. Μετά τη φωτιά ολόκληρη την πόλη την είχε συνεπάρει η θλίψη και η οδύνη. |
ταλαιπωρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La veterinaria dijo que lo mejor sería acabar con el sufrimiento del animal sacrificándolo. Ο κτηνίατρος είπε ότι θα ήταν καλύτερο να βάλουν ένα τέλος στην ταλαιπωρία του σκύλου και να του κάνουν ευθανασία. |
πόνος(μεταφορικά, συναισθηματικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Viajó mucho luego de su muerte, tratando de curar su angustia. |
βαριά καρδιά(μεταφορικά) |
ευαισθησία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El futbolista todavía tiene sensibilidad en el tobillo lesionado, así que no va a jugar hoy. |
απώλεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El duelo es una de las experiencias más estresantes que uno pueda tener. |
θλίψη, λύπη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La angustia de la autora es evidente cuando lees sus novelas. |
ενόχληση, δυσφορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El abuelo está con una molestia en el pecho. Ο παππούς έχει δυσφορία στο στήθος τον τελευταίο καιρό. |
πόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El sufrimiento en su mirada lo decía todo. Ο πόνος στα μάτια του μαρτυρούσε τα πάντα. |
παλούκι, πακέτο(figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dejar a los niños por un viaje de negocios era una tortura, pero Sarah sabía que no podía negarse. |
πόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανώδυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Todo el mundo quiere morir de una muerte indolora. |
πονοκέφαλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Después de pasarse todo el día encorvada frente al ordenador, a Fiona le dio jaqueca. Αφού δούλευε σκυμμένη μπροστά σε έναν υπολογιστή όλη μέρα, η Φιόνα είχε πονοκέφαλο. Η Τάνια είναι επιρρεπής στους πονοκεφάλους. |
ωταλγία(medicina) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανησυχία, έννοια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πόνος στη μέση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una postura inadecuada puede causar lumbago. |
σφύζων πονοκέφαλος
|
ταλαιπωρία, δοκιμασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El toro fue herido mortalmente y la agonía de muerte era terrible de ver. Ο ταύρος είχε τραυματιστεί θανάσιμα και ο επιθανάτιος ρόγχος του ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο θέαμα. |
αισθάνομαι πόνο
|
οδυνηρά, επώδυνα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Terry caminaba dolorosamente con su esguince en el tobillo. |
μπελάς(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Durante la fiesta, mandaron a los niños a otro cuarto para que no fueran un fastidio para los adultos. |
σφαδάζω(de dolor) (εγώ ο ίδιος: από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El boxeador había sufrido una paliza durante la pelea y se retorcía de dolor. Οι λυγμοί τράνταζαν το σώμα της τεθλιμμένης γυναίκας. |
σφάχτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nancy tuvo que parar y ponerse a andar cuando sintió una punzada mientras corría. Η Νάνσυ έπρεπε να επιβραδύνει και να περπατήσει για λίγο όταν την έπιασε ένας σφάχτης ενώ έτρεχε. |
βραχνάς(figurado) (μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El presupuesto fue una pesadilla constante para el encargado. |
που έχει πονοκέφαλο, που τον πονάει το κεφάλι τουlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν πονάει, που δεν πονάlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίς πόνοlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όριο πόνου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ella tiene un umbral del dolor muy alto. |
οδύνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Podías ver el dolor agudo en el rostro de la corredora mientras se agarraba el tobillo. |
πόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Shirley decidió no tener más hijos después de sentir los dolores agudos del parto. |
πονόδοντος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Susan fue al dentista después de sufrir dolor de muelas durante dos semanas. |
πόνος στη μέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tengo dolor de espalda por haber levantado todas esas cajas pesadas. |
στομαχόπονος, κοιλόπονος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A los niños les dio dolor de estómago por comer tantas chucherías en Halloween. |
κοιλόπονος, στομαχόπονος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
έντονος, δριμύς, οξύς, διαπεραστικόςnombre masculino (πόνος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El dolor agudo en el pecho es el síntoma característico del infarto. |
σωματικός πόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El paciente ha tenido mucho dolor corporal. |
σφύζων πόνος(επίσημο) He tenido un dolor vibrante en el brazo todo el día. Desde que me caí tengo un dolor vibrante en la cabeza. |
έντονος πόνος, δυνατός πόνος
El dolor agónico que le producía la herida la hacía gritar de forma descontrolada. |
πόνος στα κόκκαλα
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mi madre sufre de dolor de huesos, no puede mover las piernas porque le duele mucho. |
μυϊκοί πόνοι
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Si siente dolor muscular durante los ejercicios, debe parar. |
κακός μπελάς(PA, vulgar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi jefe siempre está vigilándome y ya se está volviendo un dolor en el culo. Το αφεντικό μου συνεχώς παρακολουθεί τι κάνω και αρχίζει πραγματικά να γίνεται κακός μπελάς (or: βραχνάς). |
μπελάς(AR, CR, vulgar) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Wendy es un dolor de huevos, siempre me pide copiar mi tarea en vez de hacer la suya. |
έντονος πόνος, σφάχτης, σουβλιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El dolor agudo en el pecho indica un posible infarto. |
πονόλαιμοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) No fui a trabajar porque tenía un dolor de garganta terrible. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο πονόλαιμος συνήθως υποδηλώνει την αρχή ενός κρυώματος. |
πόνος στο στήθοςnombre masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un ataque cardíaco causa dolor de pecho. |
πόνος στα μάτια
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Tengo un dolor en el ojo. |
αρθραλγία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παρηγορητική φροντίδα
Es oncóloga, pero también experta en tratamiento del dolor. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
στομαχικό πόνο
Ian tenía el estómago revuelto. |
διαξιφιστικός πόνος
|
σφαδάζω από τους πόνουςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διπλώνομαι από πόνοlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προκαλώ πόνοlocución verbal La tortura está diseñada para infligirle dolor a alguien. |
διπλώνομαι από πόνοlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βασανίζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαλώ πόνο
Como enfermera, a veces tuve que hacer cosas que les causaban dolor a los pacientes. |
πονάω, πονώ, υποφέρωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Doctor, estoy sufriendo dolor en todas mis articulaciones. |
που σφαδάζει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μορφασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Se echó atrás con un gesto de dolor cuando inserté la aguja. Αποτραβήχτηκε κάνοντας έναν μορφασμό όταν έβαλα τη βελόνα. |
μαζεύομαι, ζαρώνωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rachel se encongió de dolor cuando se cortó con un cuchillo. Η Ρέιτσελ τινάχτηκε όταν κόπηκε με το μαχαίρι. |
άσχημος πονοκέφαλος
|
ταλαιπωρώ, βασανίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Qué te aflige, hijo mío? Te ves tan triste. |
πονοκέφαλος(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Este proyecto se está convirtiendo en un gran quebradero de cabeza. |
αναστάτωση(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los caprichos de su hija siempre fueron un dolor de cabeza para su madre. |
μπελάς(figurado) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sarah se lamentó ante su amiga de que su hijo era un dolor de cabeza para ella. |
ρευματικά
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dolor στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του dolor
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.