Τι σημαίνει το considéré στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης considéré στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του considéré στο Γαλλικά.
Η λέξη considéré στο Γαλλικά σημαίνει θεωρώ, θεωρώ, παρατηρώ, βλέπω, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, αναλογίζομαι, θεωρώ, ζυγίζω, βλέπω, συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, εκτιμώ, υπολογίζω, λογαριάζω, θεωρώ, σκέψη, βάζω, έχω, θεωρώ, ζυγίζω, σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά, εκτιμώ, σέβομαι, κοιτάζω, θεωρώ, που κρίνεται με, θεωρώ ότι κπ είναι κτ, θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναι, θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ, θεωρώ, θεωρώ κπ/κτ δεδομένο, παίρνω κπ/κτ για δεδομένο, θεωρώ κτ παθολογικό, θεωρώ, που θεωρείται, θεωρώ, θεωρώ, που θεωρείται, αντιμετωπίζω πιο θετικά, ξεγράφω, θεωρώ κπ ως κτ και τον ξεγράφω, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, θεωρώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης considéré
θεωρώverbe intransitif (voir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je le considère comme un ami. Τον θεωρώ φίλο μου. |
θεωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Beaucoup considèrent (or: voient) les tatouages avec un a priori négatif. Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ. |
παρατηρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle considéra (or: fixa) son visage un long moment, puis sourit. Περιεργάστηκε το πρόσωπό του για πολύ ώρα και μετά χαμογέλασε. |
βλέπω(figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vois cette idée d'un mauvais œil. |
σκέφτομαι, αναλογίζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle examina les possibilités et ce qu'il fallait faire ensuite. Ζύγισε τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της. |
αναλογίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θεωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je considère que la télévision a une mauvaise influence. Θεωρώ την τηλεόραση κακή επιρροή. |
ζυγίζωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il considéra toutes les solutions avant d'agir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα έβαλα κάτω και τα μέτρησα (or: υπολόγισα) και είδα ότι δεν θα μπορέσω να πάω διακοπές φέτος. |
βλέπωverbe transitif (μτφ: κάποιον σαν κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je l'ai toujours considéré comme un frère. Πάντα τον έβλεπα σαν αδερφό. |
συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, εκτιμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο μποξέρ εκτίμησε τον αντίπαλό του. |
υπολογίζω, λογαριάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous n'aviez pas considéré à quel point vos paroles les mettraient en colère. |
θεωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je le considère comme un de mes amis. |
σκέψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Μετά από λίγη σκέψη για την πρόταση του Άλιστερ, η Γκρέτα τον απέρριψε. |
βάζω, έχω(καθομ: κάποιον κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je te compte parmi mes meilleurs amis. Σε θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους. |
θεωρώverbe transitif (κπ/κτ κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gerald insiste toujours pour rencontrer les petits amis de sa fille afin d'estimer s'ils paraissent convenables. Ο Τζέραλντ επιμένει να γνωρίζει πάντα τα αγόρια της κόρης του για να δει αν τα θεωρεί κατάλληλα. |
ζυγίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai dû considérer les avantages et les désavantages avant de prendre ma décision. Για να πάρω την απόφασή μου έπρεπε να ζυγίζω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα. |
σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lucy a comparé l'offrr d'emploi pour New York et celle pour Paris. Η Λούσι στάθμισε τα υπέρ και τα κατά της δουλειάς που της πρόσφεραν στη Νέα Υόρκη με τα αντίστοιχα της δουλειάς στο Παρίσι. |
εκτιμώ, σέβομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le patron estimait énormément le travail de Charlotte. Το αφεντικό εκτιμούσε ιδιαιτέρως τη δουλειά της Σάρλοτ. |
κοιτάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le sculpteur contemplait sa dernière création avec fierté. Ο γλύπτης κοίταξε την τελευταία δημιουργία του με περηφάνια. |
θεωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'estime qu'il serait un immense honneur que de travailler avec vous. |
που κρίνεται μεadjectif (ακολουθεί ουσιαστικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Είναι πιθανό η δουλειά σου να κριθεί ευνοϊκά από την επιτροπή διδακτορικών διατριβών. |
θεωρώ ότι κπ είναι κτlocution verbale Shani est considéré comme étant un bon élève. Η Σάνυ θεωρείται καλή μαθήτρια. |
θεωρώ ότι κτ/κπ είναι, θεωρώ πως κτ/κπ είναιlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je considère que ce que j'ai fait ce jour-là fut une erreur. Beaucoup considèrent que le "Requiem" de Mozart est un chef d'œuvre (or: Beaucoup considèrent le "Requiem" de Mozart comme un chef d'œuvre). Θεωρώ ότι οι πράξεις μου εκείνη τη μέρα ήταν λανθασμένες. |
θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Beaucoup de gens aujourd'hui considèrent que le châtiment corporal est mal. Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η σωματική ποινή είναι λάθος. |
θεωρώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouvernement voyait (or: considérait) le dernier scandale comme étant un désastre. Η κυβέρνηση θεώρησε καταστροφή το τελευταίο σκάνδαλο. |
θεωρώ κπ/κτ δεδομένο, παίρνω κπ/κτ για δεδομένο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τα παιδιά συχνά θεωρούν τους γονείς τους δεδομένους. |
θεωρώ κτ παθολογικό(Psychologie) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θεωρώverbe transitif (κάποιον κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il le considérait comme un héros. Τον θεωρούσε ήρωα. |
που θεωρείται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θεωρώverbe transitif (κάτι ως κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle considère ça comme une exception à la règle. Το αντιμετωπίζει ως μια εξαίρεση του κανόνα. |
θεωρώlocution verbale (ότι κπ/κτ είναι κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La défense a considéré le verdict comme étant vraiment injuste (or: a considéré que le verdict était vraiment injuste). Η υπεράσπιση θεώρησε (or: έκρινε) την ετυμηγορία του δικαστή πολύ άδικη. |
που θεωρείται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιμετωπίζω πιο θετικά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il serait mieux considéré s'il n'était pas aussi rigide. |
ξεγράφωlocution verbale (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Même s'il n'a pas réussi son examen, je ne le considère pas comme un bon à rien. Παρόλο που πήγε πολύ άσχημα στο διαγώνισμα δεν θα τον ξέγραφα εντελώς. |
θεωρώ κπ ως κτ και τον ξεγράφω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les professeurs d'Alison la considéraient comme une ratée. Οι δάσκαλοι της Άλισον τη θεωρούσαν αποτυχημένη και την είχαν ξεγράψει. |
παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι(ως κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Larry se considérait comme un expert. Ο Λάρυ παρουσιάζει τον εαυτό του ως ειδικό. |
θεωρώ(κάποιον κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce restaurant est considéré comme le meilleur de la ville. Το εστιατόριο θεωρείται το καλύτερο στην πόλη. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του considéré στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του considéré
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.