Τι σημαίνει το commande στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης commande στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του commande στο Γαλλικά.
Η λέξη commande στο Γαλλικά σημαίνει σύστημα ελέγχου, παραγγελία, παραγγελία, εντολή, λειτουργία, που έχω ζητήσει, που έχω παραγγείλει, παραγγελία, εντολή, τηλεκοντρόλ, κομπιούτερ, παραγγελία, παραγγέλνω, παραγγέλνω, διοικώ, διατάζω, παραγγέλνω, παραγγέλνω, παραγγέλνω, γράφω για να ζητήσω κτ, υπεύθυνος, μεγάλο κεφάλι, είμαι σκίπερ, που έχει τον έλεγχο, ηγούμαι, λέω, ιχνόσφαιρα, προσλαμβάνω, ρυθμιστική δικλείδα, κατά παραγγελία, της ώρας, σύμφωνα με την παραγγελία, κι ό,τι τύχει, κι ό,τι κάτσει, χειροκίνητος έλεγχος, εντολή επανάληψης, φόρμα παραγγελίας, εντολή αγοράς, κατάσταση παραγγελίας, επιβεβαίωση παραγγελίας, προπώληση, παραγγελία, κέντρο ελέγχου, παραγγέλνω, παίρνω παραγγελία, για τις παραγγελίες, των παραγγελιών, πάγια εντολή, ξαναζητώ, βγάζω έξω, πετάω έξω, της παραγγελίας, ξαναπαραγγέλνω, κέντρο ελέγχου αποστολής, εντολή εργασίας, με φωνητική ενεργοποίηση, ελεγχόμενος από υπολογιστή, ο χειρισμός του οποίου γίνεται με υπολογιστή, υπό παραγγελία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης commande
σύστημα ελέγχουnom féminin (technique, mécanique) (μηχανή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le pilote a mis en route les commandes de l'avion. Ο πιλότος έθεσε σε λειτουργία το σύστημα ελέγχου του αεροπλάνου. |
παραγγελίαnom féminin (restaurant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le serveur a-t-il pris votre commande ? Έχει πάρει ο σερβιτόρος την παραγγελία σας; |
παραγγελίαnom féminin (commerce) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je vous ai fait parvenir ma commande d'une nouvelle table. |
εντολήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En informatique, une commande équivaut à demander à l'ordinateur de faire quelque chose. |
λειτουργίαnom féminin (d'un travail) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που έχω ζητήσει, που έχω παραγγείλειadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La boutique a appelé Angela pour lui dire que le CD commandé était arrivé. Το κατάστημα τηλεφώνησε για να πει στην Άντζελα πως το CD που είχε παραγγείλει είχε φτάσει. |
παραγγελίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εντολήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Seth a saisi une commande dans l'ordinateur. |
τηλεκοντρόλ, κομπιούτερ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
παραγγελία(λόγω μη διαθεσιμότητας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si votre article n'est pas en stock, l'entreprise repassera une nouvelle commande pour vous. |
παραγγέλνωverbe transitif (passer une commande) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devrions commander une autre bouteille de vin. Καλύτερα να παραγγείλουμε άλλο ένα μπουκάλι κρασί. |
παραγγέλνω(restaurant,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vous avez commandé ? Έχετε παραγγείλει ήδη; |
διοικώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Johnson commande notre section. Ο Τζόνσον διοικεί τη διμοιρία μας. |
διατάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le président dirigea une attaque contre l'ennemi. Ο πρόεδρος διέταξε μια επίθεση κατά του εχθρού. |
παραγγέλνωverbe transitif (nourriture, repas) (φαγητό, ντελίβερι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hier soir nous avons commandé un repas chinois car nous n'avions pas envie de cuisiner. |
παραγγέλνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le printemps arrive, il est temps que je commande des graines. |
παραγγέλνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le roi commanda l'écriture d'un opéra pour le mariage royal. Ο βασιλιάς παράγγειλε να γραφτεί μια όπερα για τον βασιλικό γάμο. |
γράφω για να ζητήσω κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Joe a commandé la crème pour la peau qu'il avait vu dans un magazine. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Νομίζω ότι θα ζητήσω γραπτώς εκείνο το καινούριο βιβλίο που είδα στο Άμαζον. |
υπεύθυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'essaye de savoir qui est responsable ici. Προσπαθώ να βρω ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ πέρα. |
μεγάλο κεφάλι(μεταφορικά) Joe, c'est le patron au boulot, mais c'est sa femme la patronne à la maison. |
είμαι σκίπερ(anglicisme) (σε κάποιο σκάφος) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il te faut un diplôme reconnu pour skipper (or: être un skipper sur) l'un de nos bateaux. |
που έχει τον έλεγχο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand nous faisons une réunion, Bob est toujours aux commandes et tout se passe pour le mieux. |
ηγούμαιverbe transitif (με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Martin dirige le service comptabilité. Ο Μάρτιν ηγείται του τμήματος χρηματοοικονομικών. |
λέωverbe transitif (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le peuple fera ce qu'ordonne le roi. Ο κόσμος κάνει ό,τι πει ο βασιλιάς. |
ιχνόσφαιρα(anglicisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le studio de cinéma a engagé un designer célèbre pour la confection d'accessoires. Το κινηματογραφικό στούντιο προσέλαβε έναν γνωστό σχεδιαστή για να φτιάξει τα σκηνικά αντικείμενα. |
ρυθμιστική δικλείδα
Le moteur ne fonctionnait pas correctement à cause d'un accélérateur défectueux. |
κατά παραγγελίαlocution adverbiale (plat) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
της ώραςlocution adjectivale (μεταφορικά: φαγητό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le steak tartare est préparé à la commande, sous vos yeux. |
σύμφωνα με την παραγγελίαlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κι ό,τι τύχει, κι ό,τι κάτσει(produit) (καθομιλουμένη) |
χειροκίνητος έλεγχοςnom féminin |
εντολή επανάληψηςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai tellement apprécié leurs produits que j'ai déjà passé une nouvelle commande. |
φόρμα παραγγελίαςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il faudra que je remplisse un bon de commande pour des cartouches d'imprimante supplémentaires. |
εντολή αγοράςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάσταση παραγγελίαςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιβεβαίωση παραγγελίαςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προπώλησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce tout nouveau modèle de voiture sport n'est pas encore disponible, toutefois les prises de commande débutent la semaine prochaine. |
παραγγελίαnom masculin (Droit américain) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κέντρο ελέγχουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παραγγέλνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) S'il te plaît, appelle le restaurant chinois et passe une commande pour une soupe aigre-piquante. Παρακαλώ, κάλεσε το κινέζικο εστιατόριο και παράγγειλε μια καυτερή και ξινή σούπα. |
παίρνω παραγγελίαverbe transitif (restaurant, bar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
για τις παραγγελίες, των παραγγελιών(αγαθών) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάγια εντολήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'avais une commande régulière à la boulangerie pour une douzaine de croissants tous les dimanches. |
ξαναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω έξω, πετάω έξωlocution verbale (καθομ: πελάτη από μαγαζί) |
της παραγγελίαςlocution adjectivale (σε γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξαναπαραγγέλνωnom féminin (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κέντρο ελέγχου αποστολήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εντολή εργασίαςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
με φωνητική ενεργοποίησηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελεγχόμενος από υπολογιστήlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ο χειρισμός του οποίου γίνεται με υπολογιστήlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπό παραγγελίαlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του commande στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του commande
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.