Τι σημαίνει το cierto στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cierto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cierto στο ισπανικά.
Η λέξη cierto στο ισπανικά σημαίνει αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικά, αλήθεια, αλήθεια, σίγουρα, βέβαια, ασφαλώς, ακριβώς, σωστά, βέβαιος, σίγουρος, σίγουρος, βέβαιος, πραγματικός, αληθινός, σίγουρος, κάποιοι, ορισμένοι, μερικοί, ε, δεν είναι;, μαντεύω σωστά, προορίζω κτ για συγκεκριμένο σκοπό, απόλυτα σωστός, σωστός, απολύτως σωστός, ομολογουμένως, κάπως, ομολογουμένως, κατά κάποιον τρόπο, σε κάποιο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, κατά κάποιο τρόπο, κατά έναν τρόπο, μερικώς, σε κάποιο βαθμό, κατά μία έννοια, ελαφρώς, σε ένα βαθμό, κάπως, για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος, σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό, αραιά και που, που και που, παρεμπιπτόντως, ως ένα σημείο, έτσι δεν είναι;, πολύ καλός για να είναι αληθινός, ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό, συγκεκριμένος αριθμός, περίπου, μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό, κάποιο ποσό, έχω δίκιο, όσο γίνεται, που έχει το δίκιο με το μέρος του, Σωστό!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cierto
αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικάadjetivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Es cierto, no soy experto en finanzas. |
αλήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sí, es verdad que fui a la tienda ayer. Ναι, αλήθεια πήγα στο μαγαζί χθες. |
αλήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si cuesta cien dólares, es verdad que tendremos que pedir prestado el dinero. |
σίγουρα, βέβαια, ασφαλώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La flor es bonita, es cierto, pero no huele bien. |
ακριβώς, σωστάadverbio (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Cierto, el camión saltó el semáforo y arrolló a ese coche. |
βέβαιος, σίγουρος(αναμφισβήτητος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es incuestionable que se merece un ascenso. Είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι του αξίζει να πάρει προαγωγή. |
σίγουρος, βέβαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Puedes estar seguro de que el alcalde se encargará del asunto. |
πραγματικός, αληθινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σίγουρος(persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom estaba muy determinado en su deseo de dejar su trabajo y formarse en una profesión diferente. O Τομ ήταν πολύ σίγουρος για την επιθυμία του να παραιτηθεί απ' τη δουλειά του και να επανεκπαιδευτεί για ένα διαφορετικό επάγγελμα. |
κάποιοι, ορισμένοι, μερικοί(μόνο πληθυντικός) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Algunos niños se enfermaron por comer pizza. Κάποια παιδιά αρρώστησαν αφού έφαγαν την πίτσα. |
ε(general) Ella es una muchacha absolutamente adorable, ¿verdad? Είναι αξιαγάπητο κορίτσι, ε; |
δεν είναι;(για επιβεβαίωση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Este libro es tuyo, ¿no? |
μαντεύω σωστά
Carl pensó que Denise había tomado el dinero, y acertó. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το ήξερες ή το βρήκες στην τύχη; |
προορίζω κτ για συγκεκριμένο σκοπό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Tendrá el comité fondos que aún no han sido destinados? |
απόλυτα σωστός(απάντηση) ¿Cómo supiste esa respuesta? ¡Tenías toda la razón! Tenías toda la razón sobre ese tipo, es un raro. |
σωστός, απολύτως σωστόςlocución adverbial (familiar) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me dijiste que me iba a gustar esta película, y estabas absolutamente en lo cierto. |
ομολογουμένως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Es verdad que a John no le fue bien en el examen, pero la maestra no tenía derecho a recriminarlo frente a toda la clase como lo hizo. Ομολογουμένως ο Τζον τα πήγε άσχημα στο τεστ, αλλά ο δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να τον επιπλήξει έτσι μπροστά στην τάξη. |
κάπως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Meter el coche en ese aparcamiento tan estrecho fue, en cierto modo, complicado. Pero, al final, Debbie lo consiguió. Το να χωρέσει το αυτοκίνητο στη μικρή θέση ήταν κάπως δύσκολο, αλλά η Ντέμπυ τα κατάφερε στο τέλος. |
ομολογουμένως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cierto es que estuve mal en no contarte mis secretos. |
κατά κάποιον τρόπο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) De alguna manera, Aiden merecía ganar tanto como su oponente, pero solo puede haber un ganador. Κατά κάποιον τρόπο ο Έιντεν δικαιούνταν εξίσου τη νίκη με τον αντίπαλό του, αλλά μπορούσαμε να έχουμε μόνο ένα νικητή. |
σε κάποιο βαθμόlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Coincido contigo hasta un cierto punto, pero no del todo. |
σε κάποιο βαθμόlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La inteligencia es determinada hasta cierto punto por la genética. |
σε κάποιο βαθμόlocución adverbial Todos sufrimos hasta cierto punto cuando estamos lejos de nuestros seres queridos. Πρέπει να παραδεχθείς ότι φταις σε κάποιο βαθμό. Όλοι υποφέρουμε σε κάποιο βαθμό, όταν είμαστε μακριά από τους αγαπημένους μας. |
κατά κάποιο τρόπο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατά έναν τρόποlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μερικώς, σε κάποιο βαθμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατά μία έννοια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En cierto modo es guapo, sí; pero la verdad es que no es realmente hermoso. |
ελαφρώςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Que lo suspendieran de la escuela de hecho mejoró su comportamiento en cierto modo. |
σε ένα βαθμόlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pues no me parece del todo mal, hasta cierto punto podría considerarse la mejor solución. |
κάπωςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me pareció que lucía diferente en cierto sentido, luego caí en cuenta de que se había afeitado la barba. |
για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La verdad es que no me cae bien, es demasiado arrogante. |
ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέροςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hasta cierto punto me caen simpáticos, pero en realidad son unos impresentables. |
σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστόlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sólo hasta cierto punto estoy satisfecho con el trabajo que hiciste. |
αραιά και που, που και πουlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cada cierto tiempo me premio con un caramelo. |
παρεμπιπτόντωςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por cierto, ¿qué nota sacaste en el examen? |
ως ένα σημείοlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Me gustó la película, en cierto grado, pero para mí, la violencia gratuita la echa a perder. |
έτσι δεν είναι;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολύ καλός για να είναι αληθινός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό(dinero) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκεκριμένος αριθμόςlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un restaurante solo tiene un cierto número de mesas disponibles en un determinado momento. Ένα εστιατόριο έχει μόνο συγκεκριμένο αριθμό τραπεζιών διαθέσιμα κάθε δεδομένη στιγμή. |
περίπου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "¿Es ese tu novio?" "Algo así, es complicado." «Είναι το αγόρι σου;» «Περίπου, είναι λίγο περίπλοκο.» |
μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La carretera está cortada, de modo que sólo puedes llegar hasta aquí, luego tendrás que dar la vuelta. |
κάποιο ποσό(dinero) (αόριστο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω δίκιο
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Tienes razón: es una pintura hermosa. |
όσο γίνεταιexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που έχει το δίκιο με το μέρος τουlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Σωστό!expresión (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cierto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του cierto
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.