Τι σημαίνει το preciso στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης preciso στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του preciso στο ισπανικά.

Η λέξη preciso στο ισπανικά σημαίνει προσδιορίζω, ορίζω, εντοπίζω, προσδιορίζω, προσδιορίζω, ορίζω, καθορίζω, ακριβής, ακριβής, απαιτούμενος, αυστηρός, ακριβής, ακριβής, ακριβής, απόλυτος, άψογος, τέλειος, ακριβής, κομψός, αψεγάδιαστος, άψογος, ακριβής, ακριβής, σχολαστικός, ενδελεχής, σχολαστικός, ξεκάθαρος, σαφής, ακριβής, που σκοτώνει, ακριβής, σωστός, ακριβής, υπεραναλύω, υπερεπεξεργάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης preciso

προσδιορίζω

(δίνω χαρακτηριστικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John precisó que el artículo solo se refería a la pequeña región que había visitado y no a todo el país.

ορίζω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa especificó que solo se tendría en cuenta para el puesto a los candidatos con un título universitario relacionado.

εντοπίζω, προσδιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es difícil detallar exactamente por qué ha ocurrido este problema.
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί γιατί ακριβώς προέκυψε αυτό το πρόβλημα.

προσδιορίζω

(με ακρίβεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenemos que determinar exactamente cuánta plata malversó el contador.

ορίζω, καθορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La constitución expone los procedimientos de toma de decisión del municipio.

ακριβής

(πιστός, σωστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La lectura del termómetro es muy precisa.
Η μέτρηση του θερμόμετρου είναι πολύ ακριβής.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El testigo le dio a la policía una descripción precisa del sospechoso.
Ο μάρτυρας έδωσε στην αστυνομία μια ακριβή περιγραφή του υπόπτου.

απαιτούμενος

adjetivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Nadie trajo la información precisa, así que se pospuso la reunión.
Δεν έφερε κανείς τις απαιτούμενες (or: απαραίτητες) πληροφορίες και έτσι το μίτινγκ αναβλήθηκε.

αυστηρός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El aparato debe fabricarse con apego a normas precisas.
Η συσκευή πρέπει να κατασκευαστεί σύμφωνα με αυστηρές προδιαγραφές.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es importante tener escalas precisas de cocina cuando estás horneando.
Είναι σημαντικό να έχεις ζυγαριά ακριβείας στην κουζίνα όταν ψήνεις.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gracias a las instrucciones precisas de Marilyn, Louis y Natalie encontraron la casa sin ningún problema.
Χάρη στις ακριβείς οδηγίες της Μέρλιν, ο Λουίς και η Ναταλί βρήκαν το σπίτι χωρίς κανένα πρόβλημα.

ακριβής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fue un disparo preciso y dio en el blanco.

απόλυτος, άψογος, τέλειος

(ακρίβεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El francotirador apuntó con puntería precisa.

ακριβής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Puedes confiar en Adam; es un pensador preciso.

κομψός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αψεγάδιαστος, άψογος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El gimnasta hizo una rutina perfecta.
Ο αθλητής της ενόργανης γυμναστικής εκτέλεσε ένα αψεγάδιαστο πρόγραμμα.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estas son las medidas exactas que necesitas.
Αυτές ακριβώς είναι οι μετρήσεις που θέλεις.

ακριβής, σχολαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El contador estaba orgulloso de sus meticulosos cálculos.

ενδελεχής, σχολαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hicimos una inspección rigurosa de la escena del crimen.
Κάναμε μια ενδελεχή έρευνα στον τόπο του εγκλήματος.

ξεκάθαρος, σαφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Necesitamos una respuesta definitiva lo más pronto posible.
Χρειαζόμαστε μια ξεκάθαρη (or: σαφή) απάντηση το συντομότερο δυνατόν.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estas cifras no nos dan una visión exacta de la situación.
Αυτά τα νούμερα δε μας δίνουν την ακριβή εικόνα της κατάστασης.

που σκοτώνει

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Brian es un tirador letal, nunca falla un blanco.
Ο Μπράιαν είναι θανατηφόρος, ποτέ δε χάνει τον στόχο.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su versión da una exacta descripción de los hechos.

σωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siempre está en el lugar correcto, en el momento correcto.

ακριβής

(figurado, descripción)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπεραναλύω, υπερεπεξεργάζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του preciso στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.