Τι σημαίνει το certain στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης certain στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του certain στο Γαλλικά.

Η λέξη certain στο Γαλλικά σημαίνει βέβαιος, σίγουρος, κάποιοι, ορισμένοι, μερικοί, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρος, σίγουρος, αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητος, σίγουρος, σίγουρα, αδιαμφισβήτητα, σίγουρος, βέβαιος, εγγυημένος, βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως, ευδιάκριτος, διακριτός, σίγουρος, βέβαιος, αποφασιστικός, εννοείται, είναι σίγουρο ότι κπ θα κάνει κτ, είναι βέβαιο ότι κπ θα κάνει κτ, χρονική περίοδος, διάρκεια, αρκετοί, πέραν αμφιβολίας, σχεδόν σίγουρος, πριν καιρό, δεν υπάρχει να μην, σε κάποιο βαθμό, σίγουρα, βεβαίως, ασφαλώς, αδιαμφισβήτητα, μερικώς, σε κάποιο βαθμό, κάποια στιγμή, σε κάποια φάση, λίγη ώρα, λίγος καιρός, ως ένα σημείο, κάποτε, σε κάποιο βαθμό, έχοντας κάποιο κόστος, ηλικιωμένος άντρας, ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό, ξέρω με σιγουριά, αρκετά σίγουρος, συγκεκριμένος αριθμός, μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό, εμπιστεύομαι, τυποποιημένος, προβλέψιμος, σίγουρος για κτ, κτ είναι σίγουρο, για πάντα, ένας, κάποιος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης certain

βέβαιος, σίγουρος

adjectif (αναμφισβήτητος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est certain qu'il mérite une promotion.
Είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι του αξίζει να πάρει προαγωγή.

κάποιοι, ορισμένοι, μερικοί

adjectif (μόνο πληθυντικός)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Certains enfants tombèrent malades après avoir mangé la pizza.
Κάποια παιδιά αρρώστησαν αφού έφαγαν την πίτσα.

σίγουρος

(certitude)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oui, je suis certain (or: sûr) qu'il va pleuvoir demain.
Ναι, είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) πως θα βρέξει αύριο.

βέβαιος, σίγουρος

adjectif (αναπόφευκτος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ils sont si amoureux que leur mariage est plus que certain (or: sûr).
Είναι τόσο ερωτευμένοι, που είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι θα παντρευτούν.

σίγουρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom était certain de vouloir démissionner et faire autre chose.
O Τομ ήταν πολύ σίγουρος για την επιθυμία του να παραιτηθεί απ' τη δουλειά του και να επανεκπαιδευτεί για ένα διαφορετικό επάγγελμα.

αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, αδιαμφισβήτητος

(απόλυτα βέβαιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σίγουρος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
- On est le 12 aujourd'hui. - Tu (en) es sûr (or: certain) ?
«Σήμερα είναι 12 του μηνός.» «Είσαι σίγουρος;»

σίγουρα, αδιαμφισβήτητα

(dire, savoir...)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σίγουρος, βέβαιος

adjectif (ότι/πως)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je suis certain d'avoir éteint la cuisinière.
Είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) ότι έσβησα την κουζίνα.

εγγυημένος

(σίγουρος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Si vous suivez cette règle d'or, votre réussite est garantie (or: assurée) !

βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως

adjectif (confiant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janine est sûre (or: certaine) de gagner.
Η Τζανίν είναι βέβαιη ότι θα κερδίσει.

ευδιάκριτος, διακριτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eugene discernait le relief distinct d'une taupinière sur le gazon.

σίγουρος, βέβαιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je suis sûr d'avoir vu quelqu'un traverser le jardin en courant.
Είμαι σίγουρος πως είδα κάποιον να τρέχει στον κήπο.

αποφασιστικός

(απόλυτος, βέβαιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le parti a remporté une nette majorité aux élections locales.
Στις τοπικές εκλογές το κόμμα επικράτησε με αποφασιστική πλειοψηφία.

εννοείται

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
« Es-tu sûr d'avoir vu quelqu'un traverser le jardin en courant ? » « Certain ! »

είναι σίγουρο ότι κπ θα κάνει κτ, είναι βέβαιο ότι κπ θα κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lisa est sûre de réussir ses examens. Elle a étudié tellement dur.

χρονική περίοδος, διάρκεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En cas d'absence de quelque durée que ce soit, merci de bien vouloir verrouiller les fenêtres.

αρκετοί

adjectif (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a enfreint les règles plusieurs fois.
Παραβίασε τους κανόνες αρκετές φορές.

πέραν αμφιβολίας

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχεδόν σίγουρος

locution adjectivale

Je suis presque sûr (or: certain) d'avoir éteint la cuisinière, mais on devrait peut-être rentrer pour vérifier.

πριν καιρό

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
J'étais un bon joueur de basket... mais c'était il y a un certain temps.

δεν υπάρχει να μην

adverbe (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν υπάρχει να μην εμφανιστεί ο Τζιμ κάθε φορά που φτιάχνω μπισκότα. Εννοείται πως δεν θέλω να ξαναφάω εδώ, το ψωμί μου έχει μούχλα!

σε κάποιο βαθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je suis d'accord avec toi dans une certaine mesure, mais pas totalement.

σίγουρα, βεβαίως, ασφαλώς, αδιαμφισβήτητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Το ξέρεις σίγουρα αυτό ή κάνεις απλώς υποθέσεις;

μερικώς, σε κάποιο βαθμό

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάποια στιγμή, σε κάποια φάση

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
À un moment, nous devrons décider s'il vaut la peine de poursuivre ce projet.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσουμε εάν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε το έργο.

λίγη ώρα, λίγος καιρός

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Έχει περάσει λίγος καιρός από όταν είδα τα ξαδέρφια μου.

ως ένα σημείο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
J'ai aimé le film, dans une certaine mesure, mais la violence gratuite me l'a gâché.

κάποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il fut un temps où acheter du lait directement chez le fermier était autorisé.

σε κάποιο βαθμό

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχοντας κάποιο κόστος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηλικιωμένος άντρας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'homme âgé a mis du temps à traverser la route.
Ο ηλικιωμένος άντρας περνούσε αργά τον δρόμο.

ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό

nom masculin (argent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξέρω με σιγουριά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Avant d'en être sûr, je pense qu'il vaut mieux être patient.

αρκετά σίγουρος

locution adjectivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
La police était absolument certaine que la personne qui avait tué Brown avait aussi tué Wilkins.

συγκεκριμένος αριθμός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un restaurant n'a qu'un certain nombre de tables à un moment donné.
Ένα εστιατόριο έχει μόνο συγκεκριμένο αριθμό τραπεζιών διαθέσιμα κάθε δεδομένη στιγμή.

μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les travaux ne te permettent d'aller que jusqu'à un certain point avant de devoir faire demi-tour.

εμπιστεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τυποποιημένος, προβλέψιμος

locution adjectivale (ηθοποιός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σίγουρος για κτ

Si vous travaillez dur, vous pouvez être sûr de votre réussite à l'examen.
Αν μελετήσεις σκληρά, μπορείς να είσαι σίγουρος για την επιτυχία σου στο διαγώνισμα.

κτ είναι σίγουρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Σε αυτό το ξενοδοχείο είναι σίγουρο ότι θα σε καλωσορίσουν θερμά.

για πάντα

(ειρωνικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το αφεντικό δεν θα περιμένει για πάντα, κουνήσου!

ένας, κάποιος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Un certain M. Smith a demandé à vous parler.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του certain στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του certain

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.