Τι σημαίνει το brouiller στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης brouiller στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brouiller στο Γαλλικά.
Η λέξη brouiller στο Γαλλικά σημαίνει κάνω ομελέτα, κρυπτογραφώ, κωδικοποιώ, μουτζουρώνω, μουντζουρώνω, θολώνω, αλλοιώνω, παραμορφώνω, μπλοκάρω, κάνω κτ ασαφές, κάνω κτ λιγότερο σαφές, μπερδεύω, συγχύζω, αποξενώνω, απομακρύνω, μπλέκω, μπερδεύω, θολώνω, θολώνω, σκιάζω, κάνω ασαφή τα όρια, θολώνω τα νερά, αποφεύγω το ζήτημα, βουρκώνω, έρχομαι σε ρήξη, κάνω κάτι ασαφές, κάνω ασαφή τα όρια μεταξύ κτ και κτ, θολώνω τα νερά μεταξύ κτ και κτ, υγραίνομαι, τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης brouiller
κάνω ομελέταverbe transitif (des œufs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tina a cassé les œufs dans la casserole et les a brouillés. Η Τίνα έσπασε τα αυγά, τα έριξε στο τηγάνι και έκανε ομελέτα. |
κρυπτογραφώ, κωδικοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter a brouillé le texte au cas où le document serait intercepté. Ο Πίτερ κρυπτογράφησε (or: κωδικοποίησε) το κείμενο, σε περίπτωση που υπέκλεπταν το έγγραφο. |
μουτζουρώνω, μουντζουρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Πάμελα μουτζούρωσε τα χρώματα στο σχέδιο με τα παστέλ λάδια που έκανε. |
θολώνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Être inconsistant en matière de punition brouille les règles chez l'enfant. Η ασυνέπεια στην τιμωρία των παιδιών απλά κάνει ασαφείς τους κανόνες. |
αλλοιώνω, παραμορφώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπλοκάρωverbe transitif (une émission) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'armée tenta de brouiller les communications des manifestants. Ο στρατός προσπάθησε να μπλοκάρει την επικοινωνία των διαδηλωτών. |
κάνω κτ ασαφές, κάνω κτ λιγότερο σαφέςverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le nombre de détails insignifiants brouillait son argument. |
μπερδεύω, συγχύζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποξενώνω, απομακρύνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La personnalité difficile de Tim a fini par éloigner sa femme. |
μπλέκω, μπερδεύωverbe transitif (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu as brouillé les pistes, plus personne ne peut te retrouver. Μπέρδεψες τα στοιχεία σου, κανείς δε μπορεί να σε παρακολουθήσει πια. |
θολώνωverbe transitif (rendre obscur) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son optimisme a obscurci (or: troublé) son jugement. Η αισιοδοξία του θόλωσε την κρίση του. |
θολώνωverbe pronominal (vision) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Certaines personnes ont la vue qui se trouble quand ils ont la migraine. Σε μερικούς ανθρώπους, οι ημικρανίες έχουν ως αποτέλεσμα να θολώνει η όρασή τους. |
σκιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω ασαφή τα όριαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θολώνω τα νεράlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω το ζήτημα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βουρκώνωverbe pronominal (yeux) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έρχομαι σε ρήξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu n'arrêtes pas de raconter des ragots, tous tes amis vont ses brouiller avec toi. Αν δεν σταματήσεις το κουτσομπολιό, όλοι σου οι φίλοι θα έρθουν σε ρήξη μαζί σου. |
κάνω κάτι ασαφές(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω ασαφή τα όρια μεταξύ κτ και κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θολώνω τα νερά μεταξύ κτ και κτlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υγραίνομαιverbe pronominal (yeux) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les yeux de Rachel ont commencé à se brouiller lorsqu'elle a aperçu sa mère. |
τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ(με κπ) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brouiller στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του brouiller
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.