Τι σημαίνει το besoin στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης besoin στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του besoin στο Γαλλικά.
Η λέξη besoin στο Γαλλικά σημαίνει ανάγκη, ανάγκη, ανάγκη, ανέχεια, φτώχεια, ώρα ανάγκης, λόγος, -, αναγκαιότητα, ανάγκη, έλλειψη, ανέχεια, φτώχεια, ορμή, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζομαι, ανάγκη για κτ, χρειάζομαι, ενθάρρυνση, απαραίτητος, αναγκαίος, πρέπει, αν χρειαστεί, που χρειάζεται απεγνωσμένα, που δεν χρειάζεται σιδέρωμα, ad hoc, αν χρειαστεί, χωρίς να χρειαστεί να το εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια, μόνο αν είναι απαραίτητο, δε χρειάζεται, Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται., ελλείψει, σε χρειάζομαι, ανάπαυλα, δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία, επείγουσα ανάγκη, ξεσκόνισμα, λειτουργικές προδιαγραφές, άνθρωποι που έχουν ανάγκη, δίνω τα φώτα μου, χρειάζομαι, λαχταράω, λαχταρώ, απελπισμένα, απεγνωσμένα, που χρειάζεται κτ, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο, επιθυμία, λαχτάρα, φίλος σε ανάγκη, φίλος που έχει ανάγκη, θα ήθελα, τελειώνω με, χρειάζομαι απελπισμένα, πηγαίνω, πάω, χρειάζομαι, αν χρειάζεται, αν απαιτείται, -, χρειάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης besoin
ανάγκηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un sentiment d'appartenance est un besoin humain de base. Η αίσθηση του να ανήκεις είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη. |
ανάγκηnom masculin (dans la misère) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ville est pleine d'enfants dans le besoin. Η πόλη είναι γεμάτη από παιδιά που έχουν ανάγκη. |
ανάγκηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se nourrir est un besoin de base. Η τροφή είναι βασική ανάγκη. |
ανέχεια, φτώχειαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ώρα ανάγκηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Un vrai ami sera là pour vous quand vous serez dans le besoin. |
λόγοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tu n'as pas besoin de pleurer. C'était simplement une blague. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ne prends pas le marteau. J'en ai besoin. Μην πάρεις το σφυρί. Το χρειάζομαι. |
αναγκαιότητα, ανάγκη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le tribunal militaire s'est prononcé sur la nécessité des actions du soldat. Το στρατιωτικό δικαστήριο εξέτασε τη αναγκαιότητα των πράξεων του στρατιώτη. |
έλλειψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mère de Jeremy l'a réprimandé pour son manque de bonnes manières. Η μητέρα του Τζέρεμυ τον επέπληξε για την έλλειψη τρόπων που επέδειξε. |
ανέχεια, φτώχεια(pauvreté) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ορμή(soutenu) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lorsque Robert lit des reportages sur des gens qui souffrent, il ressent l'envie irrépressible de leur venir en aide. Όταν ο Ρόμπερτ διαβάζει ρεπορτάζ για ανθρώπους που υποφέρουν, νιώθει μια έντονη επιθυμία να τους βοηθήσει. |
χρειάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το σώμα χρειάζεται τροφή σε τακτά χρονικά διαστήματα. |
πρέπει(να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) J'ai besoin d'aller aux toilettes. Πρέπει να πάω στην τουαλέτα. |
χρειάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ces taies d'oreiller auraient besoin d'être lavées. Αυτές οι μαξιλαροθήκες θέλουν πλύσιμο. |
ανάγκη για κτnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα έχουν ανάγκη από καθαρό μυαλό. |
χρειάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai besoin de toi, mon cœur. |
ενθάρρυνση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απαραίτητος, αναγκαίος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce que j'aime dans notre relation, c'est qu'il me donne l'impression que je suis désiré. Αυτό που μου αρέσει στη σχέση μας είναι πως με κάνει να νοιώθω ότι του είμαι απαραίτητη (or: αναγκαία). |
πρέπει(nécessité) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Tu devras être là avant le début du film. Πρέπει να φτάσεις εκεί πριν αρχίσει το έργο. |
αν χρειαστεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si besoin (est), je louerai une voiture pour te conduire à l'aéroport. |
που χρειάζεται απεγνωσμέναlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le jeune sentait horriblement mauvais : il avait bien besoin d'un bain. |
που δεν χρειάζεται σιδέρωμα(vêtement) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ad hoc
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La firme peut offrir ses services ponctuellement (or: de façon ponctuelle). Η επιχείρηση μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες της ad hoc. |
αν χρειαστεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je peux rester plus longtemps, si nécessaire (or: si besoin). |
χωρίς να χρειαστεί να το εξηγήσω με κάθε λεπτομέρειαlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'espère que tu accepteras ce que je dis sans que j'aie besoin d'expliquer les choses. |
μόνο αν είναι απαραίτητοlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δε χρειάζεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand j'ai été malade, tu t'es montré à la hauteur de l'adage : "C'est dans le besoin que l'on reconnaît ses amis." |
ελλείψειlocution verbale (λόγιος: με γενική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε χρειάζομαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu es ma raison de vivre ! J'ai besoin de toi. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τζον, δεν είναι ότι απλώς σ' αγαπάω, σε χρειάζομαι! |
ανάπαυλαlocution verbale (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δικαίωμα στη στέγη και την κατοικία
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επείγουσα ανάγκηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξεσκόνισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Παρόλο που τα έπιπλα δεν ήταν παλιά, σίγουρα χρειάζονταν ένα καλό ξεσκόνισμα. |
λειτουργικές προδιαγραφέςnom masculin |
άνθρωποι που έχουν ανάγκηnom féminin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le but de notre association est de venir en aide aux personnes qui sont dans le besoin. |
δίνω τα φώτα μου(familier) (μεταφορικά: σε κπ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Est-ce que je peux faire appel à tes lumières ? (or: J'aurais besoin de tes lumières.) Θα μου δώσεις μια στιγμή τα φώτα σου; |
χρειάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) De quoi avez-vous besoin, Madame ? Τι χρειάζεστε, κυρία; |
λαχταράω, λαχταρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το φαγητό στο σχολείο δεν ήταν κακό, αλλά ο Κέβιν λαχταρούσε το φαγητό της μητέρας του. |
απελπισμένα, απεγνωσμέναlocution verbale (ζητώ, χρειάζομαι κλπ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les parents de l'enfant disparu ont désespérément besoin d'informations. Οι γονείς του αγνοούμενου παιδιού αναζητούν απελπισμένα οποιαδήποτε πληροφορία για το που μπορεί να βρίσκεται. |
που χρειάζεται κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) - Jake et Anthea ont tous les deux disparu à l'étage. - Je vois ce que tu veux dire ! |
επιθυμία, λαχτάρα(για κτ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le saint homme nous exhorte à maîtriser nos envies irrésistibles de pouvoir et d'argent. Ο άγιος μας προτρέπει να ελέγξουμε τις επιθυμίες μας για εξουσία και χρήματα. |
φίλος σε ανάγκη, φίλος που έχει ανάγκη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) D'habitude, les États-Unis aident leurs amis dans le besoin. |
θα ήθελα(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne serais pas contre une tasse de thé. Tu veux bien m'en préparer ? |
τελειώνω με(χρήση) Tu en as fini avec ce journal ? Τέλειωσες με την εφημερίδα; |
χρειάζομαι απελπισμέναlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La maison était en mauvais état et avait grand besoin d'être réparée. |
πηγαίνω, πάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ευχαριστώ που με πήγες! Δεν θα προλάβαινα με τίποτα χωρίς εσένα. |
χρειάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai besoin de vacances ! Χρειάζομαι επειγόντως διακοπές! |
αν χρειάζεται, αν απαιτείται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Σε ευχαριστώ που με έφερες! Δεν θα έφτανα με τίποτα εγκαίρως αν δεν το έκανες. |
χρειάζομαιlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La fenêtre de la cuisine a vraiment besoin d'être nettoyée : elle est très sale ! |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του besoin στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του besoin
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.