Τι σημαίνει το local στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης local στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του local στο ισπανικά.

Η λέξη local στο ισπανικά σημαίνει τοπικό, τοπικός, τοπικό μέσο μεταφοράς, τοπικός, ντόπιος, τοπικός, εγχώριος, κατάστημα, γηπεδούχος, γηγενής, αυτόχθων, δημοτικός, δημοτικός, επιχείρηση, εγκαταστάσεις, καταστήματα, μαγαζιά, της γειτονιάς, εντός έδρας, τοπικοποίηση, δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχή, τοπικοποίηση, επαγγελματική στέγη, στο χώρο, νυχτερινό μαγαζί, κτήριο για θρησκευτικές συγκεντρώσεις, αστική κλήση, τοπική ώρα, πολιτικό δικαστήριο, μαγαζί με ρούχα, κατάστημα ρούχων, τοπική αναισθησία, τοπικό χρώμα, τοπική διάλεκτος, τοπική οικονομία, νευρικός αποκλεισμός, εκλογικό κέντρο, κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό, τοπική αναισθησία, δικαστήριο τροχαίων παραβάσεων, τοπική αστυνομία, οπαδοί της εντός έδρας ομάδας, έδρα, οίκος ανοχής, τζαζ κλαμπ, jazz club, τοπική εφημερίδα, κατάστημα piercing, τοπική εφημερίδα, ενοικίαση αίθουσας, στριπτιζάδικο, τοπικό δίκτυο, τοπικό τρένο, ντόπιοι, αυτόνομος, ανεξάρτητος, τοπικός, ντόπιος, εντός έδρας, κτήριο για θρησκευτικές συγκεντρώσεις, τοπικό δίκτυο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης local

τοπικό

adjetivo de una sola terminación (medicina)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El médico aplicó anestesia local.
Ο γιατρός εφάρμοσε ένα τοπικό αναισθητικό.

τοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La comida local es muy picante.
Το φαγητό της περιοχής είναι πολύ πικάντικο.

τοπικό μέσο μεταφοράς

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tome el autobús expreso, no el local.
Εσύ θέλεις το εξπρές λεωφορείο, όχι το τοπικό.

τοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La farmacia del barrio está a dos cuadras de aquí.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι επιτόπιες αστυνομικές αρχές διεξάγουν έρευνα για να διελευκανθεί το έγκλημα.

ντόπιος, τοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Renren es la versión local china del Facebook.

εγχώριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todos los materiales que la empresa usaba eran locales, nada de importación.

κατάστημα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El restaurante ha abierto un nuevo local cerca de casa.
Το εστιατόριο άνοιξε ένα καινούριο υποκατάστημα κοντά στο σπίτι μας.

γηπεδούχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El equipo local va a ganar el partido.

γηγενής, αυτόχθων

(λαός, πληθυσμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La población indígena ha cultivado grano durante siglos.
Ο αυτόχθων (or: γηγενής) πληθυσμός καλλιεργεί σιτηρά εδώ και αιώνες.

δημοτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δημοτικός

(gobierno)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El gobierno municipal aprobó una ley para proteger los parques de la ciudad.

επιχείρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La polició advirtió al dueño del club nocturno que cerrarían su establecimiento si cogían a alguien vendiendo drogas en el local.
Η αστυνομία προειδοποίησε τον ιδιοκτήτη του νυχτερινού κέντρου ότι θα έκλειναν την επιχείρησή του αν συλλάμβαναν κάποιον να πουλάει ναρκωτικά στον χώρο του.

εγκαταστάσεις

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Despidieron a George y le pidieron que abandone las instalaciones.
Ο Τζωρτζ απελύθη και του ζητήθηκε να αποχωρήσει από τις εγκαταστάσεις άμεσα.

καταστήματα, μαγαζιά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Los comercios son muy bonitos en el centro comercial.

της γειτονιάς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los gatos del vecindario siempre vienen a nuestra puerta.
Οι γάτες της γειτονιάς έρχονται συνέχεια στην πόρτα μας.

εντός έδρας

(en nuestro campo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hoy el partido es en casa.

τοπικοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La localización de la agricultura permite al consumidor tener acceso a frutas y verduras más frescas.

δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esperamos tener un nuevo alcalde después de las elecciones de la municipalidad el año que viene.

τοπικοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαγγελματική στέγη

στο χώρο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Ten cuidado, hay un ladrón en el local!

νυχτερινό μαγαζί

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κτήριο για θρησκευτικές συγκεντρώσεις

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αστική κλήση

nombre femenino

Nos pidió prestado el teléfono pero hizo una llamada local, así que no habrá coste extra.

τοπική ώρα

El avión aterrizará a las 4 de la madrugada, hora local.

πολιτικό δικαστήριο

μαγαζί με ρούχα, κατάστημα ρούχων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El centro comercial tiene una tienda de ropa que vende todos los estilos que me gustan.
Το νέο εμπορικό κέντρο έχει ένα μαγαζί ρούχων με όλα τα στιλ που μου αρέσουν.

τοπική αναισθησία

Ο οδοντίατρος θα σου κάνει τοπική αναισθησία πριν σου βγάλει το δόντι.

τοπικό χρώμα

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Llévanos a hacer un recorrido por los bares así nos muestras un poco del color local.

τοπική διάλεκτος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En muchas partes de Andalucía, los dialectos locales son difíciles de entender.

τοπική οικονομία

La economía local se está quedando detrás de la nacional.
Η τοπική οικονομία καθυστερεί σε σχέση με την εθνική οικονομία. Η τοπική οικονομία στηρίζεται κατά μεγάλο ποσοστό στον τουρισμό.

νευρικός αποκλεισμός

Después de que me administraran la anestesia local, no sentía nada por debajo de la cintura.
Όταν μου έγινε νευρικός αποκλεισμός δε μπορούσα να νιώσω τίποτε κάτω από τη μέση μου.

εκλογικό κέντρο

El día de las elecciones fui al local de votación para votar.

κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La empresa tiene locales de venta al público por todo el país.

τοπική αναισθησία

δικαστήριο τροχαίων παραβάσεων

nombre masculino (Chile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τοπική αστυνομία

nombre femenino

El cuerpo policial más cercano al ciudadano es el de la policía local.

οπαδοί της εντός έδρας ομάδας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tras su histórica victoria, la hinchada local despidió a su equipo con aplausos.

έδρα

(αθλητικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando juegan en el estadio local siempre ganan.

οίκος ανοχής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τζαζ κλαμπ, jazz club

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Después de cenar fuimos a un local de jazz a tomarnos una copa.

τοπική εφημερίδα

Leo sobre el municipio en el diario local, pero las otras noticias las leo en Internet.

κατάστημα piercing

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τοπική εφημερίδα

Los diarios locales no cubren la actualidad internacional de igual modo que los periódicos nacionales.

ενοικίαση αίθουσας

(για σύντομο διάστημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Yo me encargo del alquiler del local, tú encárgate del mobiliario.

στριπτιζάδικο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τοπικό δίκτυο

locución nominal femenina (Informática)

τοπικό τρένο

ντόπιοι

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Los vecinos son muy simpáticos con los visitantes.

αυτόνομος, ανεξάρτητος

locución nominal masculina

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τοπικός, ντόπιος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Puedes comprar vegetales de producción local en el mercado de productores.

εντός έδρας

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
El equipo nunca ha perdido en casa.

κτήριο για θρησκευτικές συγκεντρώσεις

(religión Quaker)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τοπικό δίκτυο

locución nominal femenina

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του local στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του local

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.