Τι σημαίνει το attraper στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης attraper στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attraper στο Γαλλικά.
Η λέξη attraper στο Γαλλικά σημαίνει πιάνω, κολλάω, πιάνω, παίρνω, πιάνω, πιάνω, πιάνω, πιάσιμο, αρπάζω, αρρωσταίνω, φτάνω, κολλάω, κολλώ, πιάνω, παίρνω, πιάνω, πιάνω, πιάνω, μαζεύω, πιάνω, αρρωσταίνω από κτ, αρπάζω,πιάνω, προσβάλλομαι, μολύνομαι, παρουσιάζω, πιάνω, παγιδεύω, αρπάζω, προλαβαίνω, πιάνω, πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ, παγιδεύω με δόλο, ψήνομαι, που έχει καεί από τον ήλιο, ψώνιο, αρπάζω κρύωμα, παιχνίδι κατά το οποίο κπ παίρνει μήλα από το νερό με τα δόντια του, παίρνω το κολάι, κρυολογώ άσχημα, κρυώνω άσχημα, πιάνομαι, γρήγορη κίνηση, κάνω να πιάσω, κρύωμα, κρυολόγημα, καίγομαι, προσπαθώ να πιάσω κτ, προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω, πιάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης attraper
πιάνωverbe transitif (un objet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je sais attraper la balle d'une seule main. Μπορώ να πιάσω την μπάλα με το ένα χέρι. |
κολλάω(une maladie) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leah attrape un rhume tous les hivers. Η Λία αρπάζει ένα κρυολόγημα κάθε χειμώνα. |
πιάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνωverbe transitif (un bus, un train,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guillaume doit attraper (or: prendre) le dernier bus pour rentrer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Μπιλ πρέπει να πάρει ένα λεωφορείο από την πόλη. |
πιάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jason l'a attrapée (or: saisie) par le poignet. Ο Τζέισον την έπιασε από τον καρπό. |
πιάνωverbe transitif (une proie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons attrapé (or: pris) cinq saumons dans la rivière. Πιάσαμε πέντε σολομούς στο ποτάμι. |
πιάνωverbe transitif (στα πράσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police l'a attrapé (or: surpris, or: pris) sur le fait. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να κάνεις ησυχία αν δεν θέλεις να σε τσακώσουν. |
πιάσιμο(Sports) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το πιάσιμο της μπάλας απ' τον τερματοφύλακα ήταν θεαματικό! |
αρπάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il m'a pris la main et m'a mis dehors. Άρπαξε το χέρι μου και με τράβηξε μακριά. |
αρρωσταίνω(une maladie) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai attrapé un rhume. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η γιαγιά μου αρρώστησε από μια περίεργη ασθένεια και κανείς δεν μπόρεσε να βγάλει διάγνωση. |
φτάνωverbe transitif (tendre le bras) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pouvez-vous attraper les verres sur l'étagère du haut ? Φτάνεις τα ποτήρια στο πάνω ράφι; |
κολλάω, κολλώ(une maladie, familier) (μτφ, καθομ: αρρώστια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a attrapé la grippe et a dû rester à la maison. Κόλλησε γρίπη και αναγκάστηκε να μείνει σπίτι. |
πιάνω(un voleur,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a fini par l'attraper. |
παίρνωverbe transitif (un ballon) (για μπάλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il attrapa la balle, se retourna, et l'envoya au fond du filet. |
πιάνωverbe transitif (une balle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred attrape des balles (de base-ball) depuis le début de sa carrière. |
πιάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le lanceur a attrapé la balle et l'a tirée au joueur de premier but. |
πιάνω, μαζεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'exterminateur a attrapé plusieurs rats et a ensuite installé des pièges. |
πιάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kyle a attrapé une mouche en plein vol parce qu'elle l'ennuyait. |
αρρωσταίνω από κτ(une maladie) Roger a attrapé la grippe. |
αρπάζω,πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο κ. Τζόουνς άρπαξε (or: έπιασε) τον Μαρκ από το κολάρο και τον έσυρε να δει τον διευθυντή. |
προσβάλλομαι, μολύνομαι(Médecine) (από ασθένεια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a contracté la malaria en Afrique. Κόλλησε ελονοσία στην Αφρική. |
παρουσιάζω(Médecine : maladie grave) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cet enfant développe une maladie génétique rare. |
πιάνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel a réussi à prendre une table à côté de la fenêtre. |
παγιδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρπάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le voleur a pris mon sac et s'est enfui. Ο ληστής άρπαξε την τσάντα μου και έφυγε τρέχοντας. |
προλαβαίνωverbe transitif (un train, un avion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut que je me dépêche si je veux attraper mon train. Πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω το τρένο μου. |
πιάνωverbe transitif (Chasse, Pêche) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons pris (or: attrapé) dix paires de faisans lors de la partie de chasse. |
πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alice a surpris son copain en train de manger des gâteaux au milieu de la nuit. |
παγιδεύω με δόλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψήνομαι(figuré, familier) (μεταφορικά: από τον ήλιο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jill s'est endormie dehors et a cramé au soleil pendant une heure. |
που έχει καεί από τον ήλιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψώνιοlocution verbale (familier) (καθομ: για όλα τα γένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Paul a les chevilles qui enflent avec tous ces éloges qu'il a reçus. |
αρπάζω κρύωμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu sors sous la pluie sans manteau, tu vas sûrement attraper froid (or: un rhume). |
παιχνίδι κατά το οποίο κπ παίρνει μήλα από το νερό με τα δόντια τουlocution verbale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παίρνω το κολάιlocution verbale (familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je l'ai emmenée patiner pour la première fois et elle a tout de suite pris le coup de main (or: attrapé le coup). Την πήγα πρώτη φορά για πατινάζ και πήρε αμέσως το κολάι. |
κρυολογώ άσχημα, κρυώνω άσχημα
|
πιάνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il s'est fait prendre (or: attraper) en train de fumer et a été privé de sortie pendant une semaine. Πιάστηκε να καπνίζει και τιμωρήθηκε για μία εβδομάδα. Πιάστηκε να επιστρέφει κρυφά στο σπίτι χθες το βράδυ. |
γρήγορη κίνηση(για να αρπάξω κτ) Le voleur n'a pas réussi à saisir (or: arracher) le téléphone d'Alex. Η γρήγορη κίνηση του κλέφτη για να αρπάξει το τηλέφωνο του Άλεξ ήταν ανεπιτυχής. |
κάνω να πιάσωverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il tendit le bras pour attraper le livre. Τεντώθηκε για να πιάσει το βιβλίο. |
κρύωμα, κρυολόγημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Suite à sa randonnée sous la pluie, John a attrapé froid. |
καίγομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Attention ! Ne prends pas (or: N'attrape pas) de coups de soleil sur la plage ou tu ne pourras plus te baigner. |
προσπαθώ να πιάσω κτlocution verbale (με τα δόντια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσωlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nancy essayait de saisir le bout de la corde mais ne réussissait pas à l'attraper. |
πιάνωverbe transitif (piéger : un animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aaron a attrapé un lapin au collet. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attraper στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του attraper
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.