What does οδηγοί in Greek mean?

What is the meaning of the word οδηγοί in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use οδηγοί in Greek.

The word οδηγοί in Greek means driver, οδηγός, καθοδηγητής, οδηγός, ταξιθέτης, ταξιθέτρια, σοφέρ, οδηγός, οδηγός, οδηγός, συνοδός, οδηγός, ξεναγός, γραμμή οδηγός, οδηγός, πυξίδα, ανιχνευτής, αρχηγός, οδηγός, οδηγός, βοηθός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, καθοδηγητής, καθοδηγήτρια, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός, οδηγός αερόστατου, μοτοσυκλετιστής, μοτοσυκλετίστρια, οδηγός ελκήθρου, οδηγός λεωφορείου, ταξιτζής, ταξιτζού, οδηγός καλής συμπεριφοράς, φορτηγατζής, φορτηγατζού, οδηγός που εγκαταλείπει το θύμα μετά από τροχαίο, οδηγός που κορνάρει, οδηγός ελέφαντα, μηχανοδηγός, οδηγός μουλαριών, οδηγός μουλαριών, οδηγός αγώνων ταχύτητας, ο οποίος αγωνίζεται ιδιωτικά και όχι ως μέλος ομάδας που έχει σπόνσορα, ασυνείδητος οδηγός, κάποιος που νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του, κάποιος που νομίζει ότι ο δρόμος του ανήκει, οδηγός ταξί, ταξιτζής, οδηγός φορτηγού, οδηγός φορτηγού οδηγός νταλίκας, φορτηγατζής, νταλικιέρης, οδηγός φορτηγού. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word οδηγοί

driver

οδηγός, καθοδηγητής

(person: leading) (άτομο)

He was a guiding figure in the early days of the college.

οδηγός

(of vehicle)

Ο οδηγός του μπλε αυτοκινήτου έστριψε απότομα, για ν' αποφύγει την τρύπα στο δρόμο.
The driver of the blue car turned the wheels sharply to avoid the hole in the road.

ταξιθέτης, ταξιθέτρια

(sb: guides others) (σε θέατρο, σινεμά)

Ο ταξιθέτης οδήγησε την παρέα στις θέσεις τους.
The usher showed the group to their seats.

σοφέρ

(French (private driver)

The chauffeur opened the car door for his boss and offered him a bottle of water.

οδηγός

(car driver) (αυτοκινήτου)

Motorists should avoid drinking and driving.

οδηγός

(racing-car driver) (σε αγώνες)

The racer lost control around the turn and crashed.

οδηγός, συνοδός

(Scot (hunting and fishing guide)

οδηγός, ξεναγός

(leader: tour)

Δουλεύει ως οδηγός (or: ξεναγός) στο μουσείο.
She was employed as a guide in the museum.

γραμμή οδηγός

(line drawn as a guide)

Ο Έρνεστ χρησιμοποίησε χάρακα για χαράξει τις γραμμές οδηγούς στο χαρτί πριν αρχίσει να γράφει την επιστολή.
Ernest used a ruler to draw guidelines on the paper before he began writing the letter.

οδηγός

(gliding mechanism)

Οι οδηγοί αυτού του συρταριού είναι σπασμένοι.
The runners are broken on this drawer.

πυξίδα

(figurative (guiding light)

ανιχνευτής

(escort, advance scout) (στρατός)

αρχηγός, οδηγός

(guide)

Ο αρχηγός της ομάδας τούς οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο.
The leader of the tour took them into the next room.

οδηγός

(leader: geography)

Τους εξερευνητές καθοδηγούσε ένας ντόπιος οδηγός.
The explorers were led by a native guide.

βοηθός, οδηγός

(computer tutorial) (Η/Υ: π.χ. εγκατάστασης)

Η Ρέιτσελ χρησιμοποίησε έναν βοηθό (or: οδηγό) για να εγκαταστήσει το νέο λογισμικό.
Rachel used a wizard to set up her new software.

οδηγός

(US (locomotive driver)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάντα ήθελα να εργαστώ ως οδηγός τραίνου.
The engineer blew the whistle as the train rounded the bend.

οδηγός

(figurative (sth or sb who acts as guide) (μεταφορικά)

Ο κ. Τζόουνς ήταν ο οδηγός μας κατά τη μακρά και πολύπλοκη νομική διαδικασία.
Mr. Jones has been our beacon through the long and confusing legal process.

οδηγός

(printing: row of dots)

Οι πίνακες περιεχομένων διαθέτουν συνήθως οδηγούς για να μεταφέρουν το βλέμμα σας στον αριθμό της σελίδας.
Tables of contents usually have leaders to guide your eyes to the page number.

οδηγός

(short strip)

Πρέπει να περάσεις τον οδηγό από την τρύπα για να φορτώσει το φιλμ.
You have to put the leader through the hole to load the film.

οδηγός

(machine part that exerts force) (μηχανολογία)

The driver on this machine isn't working; I'll have to take it to the repair shop.

καθοδηγητής, καθοδηγήτρια

(leader: process)

The man over there will be your guide through the process.

οδηγός

(reference) (μεταφορικά)

Use a spirit-level as a guide when laying bricks.

οδηγός

(machine part) (μεταφορικά)

Make sure to lay the board against the guide before you cut it with the saw.

οδηγός

(guidebook)

We looked up the train times in the guide.

οδηγός

(guidepost)

They placed piles of stones along the trail, as guides.

οδηγός

(manual)

The machine came with a twenty-page guide.

οδηγός

(computing)

Insert the CD into the drive.

οδηγός

(guide)

April checked the provided itinerary for places to eat in this area.

οδηγός

(UK (girl scout: member of girls' youth group) (οδηγισμός)

In the UK, Guides often wear a blue polo shirt with red sleeves.

οδηγός

(figurative (guide for the blind)

Ο σκύλος ήταν τα μάτια του τυφλού άντρα.
The dog worked as the blind man's eyes.

οδηγός αερόστατου

(sb who flies a hot-air balloon)

μοτοσυκλετιστής, μοτοσυκλετίστρια

(motorcycle rider)

The biker took off his helmet and leather jacket.

οδηγός ελκήθρου

(person who rides a bobsleigh)

οδηγός λεωφορείου

(sb employed to drive a bus)

The bus driver stopped to pick up a passenger.

ταξιτζής, ταξιτζού

(informal (taxi driver)

οδηγός καλής συμπεριφοράς

(US (guide to proper behaviour)

φορτηγατζής, φορτηγατζού

(US (trucker, lorry driver)

Richie works as a hauler and frequently drives long distances.

οδηγός που εγκαταλείπει το θύμα μετά από τροχαίο

(sb: leaves accident scene)

The police went to auto body repair shops to find the hit-and-run driver's car.

οδηγός που κορνάρει

(driver who sounds a car horn)

οδηγός ελέφαντα

(Indian elephant trainer)

μηχανοδηγός

(US (driver of electric streetcar, train)

οδηγός μουλαριών

(mule herder)

οδηγός μουλαριών

(mule herder)

οδηγός αγώνων ταχύτητας, ο οποίος αγωνίζεται ιδιωτικά και όχι ως μέλος ομάδας που έχει σπόνσορα

(racing driver without a sponsor)

ασυνείδητος οδηγός

(sb who drives dangerously)

The reckless driver was eventually stopped by the police.

κάποιος που νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του, κάποιος που νομίζει ότι ο δρόμος του ανήκει

(figurative (driver: does not stay in lane) (καθομιλουμένη)

Αυτό το φορτηγό δε λέει με τίποτα να μπει τη σωστή λωρίδα. Ο οδηγός νομίζει ότι όλος ο δρόμος είναι δικός του.
I wish this truck would move into the proper lane - he's such a road hog.

οδηγός ταξί, ταξιτζής

(sb employed to drive a cab)

I gave the taxi driver a generous tip.

οδηγός φορτηγού

(US (truck driver)

οδηγός φορτηγού οδηγός νταλίκας, φορτηγατζής, νταλικιέρης

(US (sb employed to drive a lorry)

My uncle worked as a truck driver transporting goods all over North America.

οδηγός φορτηγού

(lorry driver)

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of οδηγοί in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.