What does απαντάω in Greek mean?

What is the meaning of the word απαντάω in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use απαντάω in Greek.

The word απαντάω in Greek means answer, απαντάω, απαντώ, απαντάω, απαντώ, γράφω, απαντάω, απαντώ, απαντάω, απαντώ, απαντάω, απαντάω, απαντώ, απαντάω, απαντάω, απαντάω, απαντώ, απαντάω, απαντάω, απαντάω, σηκώνω, απαντάω, απαντώ, απαντάω σε κπ/κτ, απαντώ σε κπ/κτ, απαντάω σε κτ, απαντώ σε κτ, απαντάω σε κτ, ακούω σε κτ, επιβεβαιώνω, απαντάω σε κπ, πηδάω, απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά, απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά, απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση, γράφω σε κπ. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word απαντάω

answer

απαντάω, απαντώ

(answer, reply)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κοίταξε το κενό, αλλά δεν του αποκρίθηκε.
When he is unsure of the answer to a question, he does not respond.

απαντάω, απαντώ

(informal, figurative (retort)

"I didn't steal her purse!", the street kid shot back.

γράφω

(send a written reply) (έμφαση στο είδος της επικοινωνίας)

Please write back soon. Please write back as soon as you can.

απαντάω, απαντώ

(US, informal (respond to criticism)

απαντάω, απαντώ

(answer, reply to) (σε κάτι/κάποιον)

Απάντησε αμέσως στο γράμμα μας.
She responded to our letter immediately.

απαντάω

(respond to)

Ο δάσκαλος προσπάθησε να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις των μαθητών.
The teacher tried to answer all of his students' questions.

απαντάω, απαντώ

(answer, respond) (σε κάποιον)

Δεν απάντησε.
He did not reply.

απαντάω

(solve sth) (ερωτήσεις)

Οι μαθητές δούλεψαν σκληρά για να λύσουν όλα τα προβλήματα των μαθηματικών.
The students worked hard to answer all of the maths problems.

απαντάω

(informal (answer phone call)

Άφησα το τηλέφωνο να χτυπήσει για αρκετή ώρα αλλά δεν απάντησε.
I let the phone ring for ages but he didn't pick up.

απαντάω, απαντώ

(answer, say in response) (ότι/πως)

«Ναι», απάντησε.
"Yes", he replied. I replied that I was grateful for the invitation but too busy to attend.

απαντάω

(make a response)

He called out to her and she answered.

απαντάω

(write in reply)

Του έγραψα κι ελπίζω ότι θα απαντήσει σύντομα.
I have written to him, and hope he will answer soon.

απαντάω, σηκώνω

(phone: respond)

Γιατί δεν σηκώνει (or: απαντάει) το τηλέφωνό της;
Why isn't she answering her phone?

απαντάω, απαντώ

(retort) (κάτι, ότι/πως)

It's not over yet, he returned.

απαντάω σε κπ/κτ, απαντώ σε κπ/κτ

(reply, respond)

Η Κέιτ απάντησε στον Μπεν με ένα γνέψιμο.
Kate answered Ben with a nod of her head.

απαντάω σε κτ, απαντώ σε κτ

(respond in writing)

Ελπίζω ο Ρόμπερτ να απαντήσει στο γράμμα μου.
I hope Robert answers my letter.

απαντάω σε κτ, ακούω σε κτ

(respond to a name)

Το όνομά του είναι Τίμοθι, αλλά τον φωνάζουν Τίμι.
His name is Timothy but he answers to Timmy.

επιβεβαιώνω

(confirm sth)

The defendant answered yes to the judge's questions about his identity.

απαντάω σε κπ

(figurative (respond to criticism)

The pop star has hit back at her critics with a series of tweets.

πηδάω

(be unable to answer) (καθομ, μεταφορικά)

Ο συμμετέχων στον παιχνίδι γνώσεων δεν απάντησε σε δύο ερωτήσεις.
The quiz contestant passed on two questions.

απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά

(say no: refuse)

When asked if she would work overtime, the nurse replied in the negative.

απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά

(say no: deny)

When asked if he had murdered the old lady, the defendant replied in the negative.

απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση

(accept a telephone call)

Λυπάμαι για τη διακοπή, αλλά πρέπει να βγω έξω για να το σηκώσω.
I'm sorry to interrupt but I need to step outside to take a call. I may need to take a call during the meeting.

γράφω σε κπ

(US (send a written reply to sb) (έμφαση στο είδος της επικοινωνίας)

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of απαντάω in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.