What does δεύτερη in Greek mean?

What is the meaning of the word δεύτερη in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use δεύτερη in Greek.

The word δεύτερη in Greek means φτηνή, δεύτερη, στις δύο, δευτέρα, δεύτερη, δευτέρα, δεύτερη, δεύτερη φωνή, δεύτερη ευκαιρία, δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, δεύτερη πλευρά, δεύτερη γλώσσα, δεύτερη ευκαιρία, δεύτερη ματιά, οικονομική θέση, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, δεύτερη κατηγορία, κάνω δεύτερη δουλειά, εργαζόμενο άτομο με δυο δουλειές, κάνω δεύτερη δουλειά, δεύτερη ευκαιρία, κατευθείαν, αμέσως, εξωτερική φούστα κάτω από την οποία υπάρχει δεύτερη φούστα, ήσυχα, αθόρυβα, ήρεμα, δεύτερη σκέψη, βάζω δεύτερη υποθήκη, δεύτερη επίσκεψη, δεύτερος, δύο, δεύτερη βάση, δεύτερη βάση, δεύτερος γύρος, δεύτερη βάση, που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση, δεύτερη ευκαιρία, δεύτερη νεότητα, ξεμώραμα, δεύτερος ξάδερφος, δεύτερη ξαδερφή, δεύτερη/αναθεωρημένη έκδοση, δεύτερη μοίρα, δευτέρα δημοτικού, δεύτερη μερίδα, δεύτερη κατοικία, δεύτερη δουλειά, δεύτερη ματιά, δεύτερη φύση, δεύτερη γνώμη, δεύτερη θέση, δεύτερη πηγή, δεύτερη δουλειά, παίρνω δεύτερη θέση, η δεύτερη επιλογή, εικοστή δεύτερη, εικοστή δευτέρα. To learn more, please see the details below.

Listen to pronunciation

Meaning of the word δεύτερη

φτηνή, δεύτερη

(informal, pejorative (woman: lacking class) (προσβλ, μτφ: γυναίκα)

Wendy looks trashy in that short skirt and heavy makeup.

στις δύο

(US, written (second day of specified month)

Η προθεσμία είναι στις δύο Απριλίου.
The deadline is March 2.

δευτέρα, δεύτερη

(2nd automobile gear)

Όταν είσαι σε λόφο, να βάζεις δευτέρα.
On a hill, shift into second.

δευτέρα, δεύτερη

(musical interval)

The next chord change is a second.

δεύτερη φωνή

(person: sings backup)

δεύτερη ευκαιρία

(figurative (chance to start over) (μεταφορικά)

Many people see the start of a new year as a blank slate; a chance to leave failures behind them and start afresh.

δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων

(UK (26th December)

Nowadays, many people go to the sales on Boxing Day.

δεύτερη πλευρά

(flip side of a pop single)

δεύτερη γλώσσα

(no longer a first language)

δεύτερη ευκαιρία

(slang (second chance) (αργκό)

When it comes to parachuting, there are no do-overs.

δεύτερη ματιά

(surprised response)

Ο Νταν πίστευε ότι κανείς δεν πρόσεξε την απορημένη ματιά του όταν πέρασε δίπλα το ένας εκκεντρικά ντυμένος άντρας, αλλά εγώ την είδα.
Dan thought no one noticed his double take when the eccentrically dressed man passed him in the street, but I did.

οικονομική θέση

(train: standard seating)

Το εισιτήριο στη δεύτερη θέση είναι φτηνότερο από το κανονικό.
It is cheaper to travel in economy class than in regular class.

αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα

(initialism (English as a Foreign Language)

Laurie taught EFL in South Korea for two years.

αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα

(school subject)

Louise has a diploma in teaching English as a Second Language.

δεύτερη κατηγορία

(US (non-premier sports association) (ΗΠΑ, αθλητισμός)

Many smaller cities in the US have minor league baseball teams comprised of players hoping to one day join the major leagues.

κάνω δεύτερη δουλειά

(work a second job)

Jerry has been moonlighting as a taxi driver for months now.

εργαζόμενο άτομο με δυο δουλειές

(person working a second job)

κάνω δεύτερη δουλειά

(working a second job)

δεύτερη ευκαιρία

(chance to do over again)

κατευθείαν, αμέσως

(without further thought)

The boss dismissed my ideas out of hand; he didn't even ask me any questions.

εξωτερική φούστα κάτω από την οποία υπάρχει δεύτερη φούστα

(outer skirt)

ήσυχα, αθόρυβα, ήρεμα

(without complaining)

Adam got on with his work quietly.

δεύτερη σκέψη

(second thought, change of mind)

Your reconsideration of the matter is appreciated.

βάζω δεύτερη υποθήκη

(pay for via second mortgage)

δεύτερη επίσκεψη

(repeat visit)

Aaron's revisit to his childhood home made him feel sentimental.

δεύτερος

(race, competition: in 2nd place)

Η ομάδα μας ήρθε στη δεύτερη θέση. Η Τζέιν ήρθε πρώτη και η Κλαιρ δεύτερη.
Our team came in second. Jane was first, and Claire arrived second.

δύο

(second day of the month) (του μηνός)

Θα γιορτάσουμε την Πρωτοχρονιά στο σπίτι και μετά θα επισκεφθούμε τους γονείς μου στις δύο του μήνα.
We will celebrate New Year's Day at home and then visit my parents on the second.

δεύτερη βάση

(baseball: base)

The runner stole second.

δεύτερη βάση

(baseball: position)

The player on first base runs to second.

δεύτερος γύρος

(another helping of food)

Έχει κι άλλα λαζάνια. Θέλει κανείς δεύτερο γύρο;
There's more lasagne. Would anyone like seconds?

δεύτερη βάση

(baseball: first corner) (μπέιζμπολ)

Ο επιθετικός μπάτερ μπόρεσε να προσεγγίσει τη δεύτερη βάση με ασφάλεια.
The batter was able to reach second base safely.

που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση

(in second position)

Alan fared second best in the tennis match.

δεύτερη ευκαιρία

(further opportunity)

Any student who fails the test has a second chance to do it again a few weeks later.

δεύτερη νεότητα, ξεμώραμα

(figurative (old age, senility) (μεταφορικά)

Grandpa seems to be going through a second childhood.

δεύτερος ξάδερφος, δεύτερη ξαδερφή

(child of your parent's cousin)

My second cousin is very dear to me.

δεύτερη/αναθεωρημένη έκδοση

(revised printing)

The author made some changes to the second edition of the book.

δεύτερη μοίρα

(figurative (less important status) (είμαι σε)

The Vice President will always play second fiddle to the President.

δευτέρα δημοτικού

(US (school year: age 7-8)

In the U.S. children are typically about 7 years old when they enter second grade.

δεύτερη μερίδα

(food: another serving)

I was so hungry, I had a second helping of stew.

δεύτερη κατοικία

(house owned as secondary residence) (όχι η κύρια κατοικία)

The family has a second home in a small village in the countryside.

δεύτερη δουλειά

(for additional income)

Evelyn took a second job as a cleaner to pay all her bills.

δεύτερη ματιά

(informal (further attention)

At first I thought the student's essay was hopeless, but a second look revealed some promising passages.

δεύτερη φύση

(sth instinctive)

Driving quickly becomes second nature once you've passed your test.

δεύτερη γνώμη

(view of another expert)

I'm sure you're right, doctor, but I'd still like a second opinion before undergoing surgery.

δεύτερη θέση

(runner-up position)

Ruth was in second place in the competition.

δεύτερη πηγή

(supplementary reading)

δεύτερη δουλειά

(figurative (secondary business)

Χορηγεί δάνεια σε μετρητά και έχει μια δεύτερη δουλειά ως πωλητής μεταχειρισμένων αμαξιών.
He makes cash loans and has a sideline in selling used cars.

παίρνω δεύτερη θέση

(figurative (be less prominent) (μεταφορικά)

Ron took a back seat and let his son run the family business.

η δεύτερη επιλογή

(good substitute)

I can't afford to buy a Volkswagen; the Toyota is the next best thing. Apples are not as sweet as candy, but I think they are the next best thing.

εικοστή δεύτερη, εικοστή δευτέρα

(UK (twenty-second day of specified month)

The agreement was signed on the twenty-second of January 1982.

Let's learn Greek

So now that you know more about the meaning of δεύτερη in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.

Do you know about Greek

Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.