Τι σημαίνει το union στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης union στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του union στο Αγγλικά.
Η λέξη union στο Αγγλικά σημαίνει ένωση, σύνδεση, συνδικάτο, ένωση, η Ένωση, η Ένωση, Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες, σύμφωνο συμβίωσης, πιστωτική ένωση, τελωνειακή ένωση, ΕΕ. Ε.Ε., Ευρωπαϊκή Ένωση, πρώην Σοβιετική Ένωση, εργατικό συνδικάτο, εργατικό σωματείο, Μιανμάρ, μη μελος συνδικάτου, χωρίς συνδικάτο, Σοβιετική Ένωση, φοιτητικός σύλλογος, φοιτητική εστία, συνδικαλιστική οργάνωση, Συνομοσπονδία Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, Στρατός της Ένωσης, συνδικαλιστικό δελτίο ταυτότητας, βρετανική σημαία, μέλος συνδικαλιστικού σωματείου, κατάστημα το προσωπικό του οποίου ανήκει σε συγκεκριμένο σωματείο, Western Union. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης union
ένωση, σύνδεσηnoun (fusion, connection) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The union of these countries allows them to trade more freely with each other. The union of chocolate and pears makes this dessert truly delicious. Η ένωση αυτόν των χωρών τους επιτρέπει να εμπορεύονται πιο ελεύθερα μεταξύ τους. |
συνδικάτοnoun (workers') (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The employee contacted her union about the unsafe working conditions. Η υπάλληλος επικοινώνησε με το σωματείο της για τις επικίνδυνες συνθήκες εργασίας. |
ένωσηnoun (marriage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Marriage is the union of two people who love each other and wish to share their lives. |
η Ένωσηnoun (US (North in Civil War) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) During the American Civil War, the Union was opposed to the Confederacy. |
η Ένωσηnoun (England and Scotland) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) There was a referendum in 2014 to decide whether or not to dissolve the Union. |
Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίεςnoun (initialism (American Civil Liberties Union) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σύμφωνο συμβίωσηςnoun (legal contract between couple) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) It is pure discrimination to say that we can form a civil partnership but we cannot get married. |
πιστωτική ένωσηnoun (finance: cooperative group) |
τελωνειακή ένωση(uniform tariff policy) |
ΕΕ. Ε.Ε.noun (initialism (European Union) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Many of the EU's institutions are based in Brussels. |
Ευρωπαϊκή Ένωσηnoun (political union) Croatia became a member of the European Union in 2013. |
πρώην Σοβιετική Ένωσηnoun (Eastern European states) (κράτη ανατολικού μπλοκ) |
εργατικό συνδικάτο, εργατικό σωματείοnoun (trade union, syndicate) The labor unions were created to protect workers from unfair working conditions. |
Μιανμάρnoun (official name of Burma) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
μη μελος συνδικάτουadjective (person: not belonging to a labour union) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χωρίς συνδικάτοadjective (not dealing with a labour union) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Σοβιετική Ένωσηnoun (USSR, Russian Federation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Soviet Union dissolved at the end of the Cold War. |
φοιτητικός σύλλογοςnoun (association of students) The student union voted to boycott the racist professor's classes. |
φοιτητική εστίαnoun (building with facilities for students) The student union has a cafeteria, games rooms, and even a pub. |
συνδικαλιστική οργάνωσηnoun (worker's syndicate) The trade union has voted to strike on two weekends in March. Το εργατικό συνδικάτο ψήφισε να απεργήσει δύο Σαββατοκύριακα μέσα στον Μάρτιο. |
Συνομοσπονδία Συνδικαλιστικών Οργανώσεωνnoun (UK, initialism (Trades Union Congress) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Στρατός της Ένωσηςnoun (historical (American Civil War: Federate Army) (ιστορία ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
συνδικαλιστικό δελτίο ταυτότηταςnoun (labour organization's membership card) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) When you join a trade union you will be given a union card. |
βρετανική σημαίαnoun (United Kingdom national flag) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέλος συνδικαλιστικού σωματείουnoun (belongs to a labor group) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Union members are voting on whether to go on strike. |
κατάστημα το προσωπικό του οποίου ανήκει σε συγκεκριμένο σωματείοnoun (employees must join union) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Western Unionnoun (US money transfer service) (TM: μεταφορά χρημάτων) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του union στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του union
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.