Τι σημαίνει το TV στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης TV στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του TV στο Αγγλικά.

Η λέξη TV στο Αγγλικά σημαίνει τηλεόραση, όπως βλέπουμε στην τηλεόραση, καλωδιακή τηλεόραση, καλωδιακή τηλεόραση, έγχρωμη τηλεόραση, έγχρωμη τηλεόραση, τηλεόραση με επίπεδη οθόνη, τηλεόραση Plasma, ριάλιτι, ριάλιτι τηλεόραση, εκπομπή ριάλιτι, δορυφορική τηλεόραση, τηλεόραση, τηλεοπτική εκπομπή, τηλεοπτικό κανάλι, τηλεορασάκιας, νούμερα, τηλεκοντρόλ, κομπιούτερ, αίθουσα τηλεόρασης, τηλεόραση, τηλεοπτικό πρόγραμμα, βλέπω τηλεόραση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης TV

τηλεόραση

noun (informal, initialism (television)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Layla turns on the TV every morning when she wakes up.
Η Λέιλα ανοίγει την τηλεόραση όταν ξυπνάει κάθε πρωί.

όπως βλέπουμε στην τηλεόραση

expression (as advertised on television)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλωδιακή τηλεόραση

noun (TV broadcasting via cable)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλωδιακή τηλεόραση

noun (informal, abbreviation (cable television)

έγχρωμη τηλεόραση

(informal (television set: shows images in colour)

έγχρωμη τηλεόραση

(uncountable, informal (television shows broadcast in color)

τηλεόραση με επίπεδη οθόνη

noun (informal, abbreviation (flat-screen television)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can hang a flat-screen TV on the wall like a picture.

τηλεόραση Plasma

noun (informal, abbreviation (type of flatscreen television)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ριάλιτι

noun (TV show featuring ordinary people)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Contestants on this reality show are followed by cameras day and night.

ριάλιτι τηλεόραση

noun (TV about real-life situations or people)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκπομπή ριάλιτι

noun (informal, abbreviation (reality television: unscripted programs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Reality TV is very popular right now.

δορυφορική τηλεόραση

noun (informal (broadcast by satellite)

τηλεόραση

noun (appliance that receives tv signals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I bought myself a new television set with a plasma screen yesterday.

τηλεοπτική εκπομπή

noun (programme broadcast on TV)

Television shows from the 70s seem pretty stupid to me now.
Οι τηλεοπτικές εκπομπές από τη δεκαετία του 1970 μου φαίνονται αρκετά χαζές τώρα.

τηλεοπτικό κανάλι

noun (informal, abbreviation (television station)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's sad when you flip through 200 TV channels and can't find anything to watch.

τηλεορασάκιας

noun (figurative, slang, abbreviation (television junky: watches compulsivey) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νούμερα

plural noun (informal, abbreviation (number of viewers)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

τηλεκοντρόλ, κομπιούτερ

noun (informal, abbreviation (television remote: handheld control)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αίθουσα τηλεόρασης

noun (informal, abbreviation (television room: communal area)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τηλεόραση

noun (informal, abbreviation (appliance: television set)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I had our old TV set replaced.

τηλεοπτικό πρόγραμμα

noun (informal, abbreviation (television programme)

I enjoy watching TV shows about nature. My favorite TV show of all time is "Scrubs".
Η αγαπημένη μου σειρά όλων των εποχών είναι το «Scrubs».

βλέπω τηλεόραση

(informal, abbreviation (watch television)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
One of my favorite hobbies is watching TV with my family.
Ένα από τα αγαπημένα μου χόμπι είναι να βλέπω τηλεόραση με την οικογένειά μου.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του TV στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του TV

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.