Τι σημαίνει το treasure στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης treasure στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του treasure στο Αγγλικά.
Η λέξη treasure στο Αγγλικά σημαίνει θησαυρός, θησαυρός, θησαυρός, δίνω μεγάλη αξία σε κτ, θεωρώ κτ πολύτιμο, λατρεύω, θαμμένος θησαυρός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σεντούκι με χρυσάφια, θησαυροφυλάκιο, θησαυροφυλάκιο, κυνήγι θησαυρού, αυτός που αναζητά τον χαμένο θησαυρό, αυτός που αναζητά ευκαιρίες, κρυμμένος θησαυρός, θησαυρός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης treasure
θησαυρόςnoun (precious items: money, jewels) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The pirates had a chest full of treasure. Οι πειρατές είχαν ένα σεντούκι γεμάτο θησαυρό. |
θησαυρόςnoun (figurative ([sth] highly valued) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The old lady's collection of porcelain figurines were her treasures. Η συλλογή με τα πορσελάνινα αγαλματίδια ήταν ο θησαυρός της ηλικιωμένης γυναίκας. |
θησαυρόςnoun (figurative (valued person) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) My daughter is a treasure; she does so much for me. Η κόρη μου είναι θησαυρός· κάνει τόσα πολλά για εμένα. |
δίνω μεγάλη αξία σε κτ, θεωρώ κτ πολύτιμοtransitive verb (appreciate, value [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) While she was ill, Helen treasured visits from her friends, as they brightened her day. Ενώ ήταν άρρωστη, η Έλεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τις επισκέψεις των φίλων της επειδή έκαναν πιο ευχάριστη την ημέρα της. |
λατρεύωtransitive verb (cherish, love [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adam treasures Charlotte, so he's asked her to marry him. Ο Άνταμ υπέραγαπα την Σάρλοτ και για αυτό της ζήτησε να τον παντρευτεί. |
θαμμένος θησαυρόςnoun (hidden valuables) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Horace bought a metal detector so he could look for buried treasure. Ο Οράτιος αγόρασε έναν ανιχνευτή μετάλλων για να ψάξει για θαμμένους θησαυρούς. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (figurative (computing: surprise feature) Programmers have put buried treasure into the programs that can only be found with certain keyboard commands. |
σεντούκι με χρυσάφιαnoun (box full of gold, etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θησαυροφυλάκιοnoun (building, room for storing valuables) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θησαυροφυλάκιοnoun (figurative (source of things of worth) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυνήγι θησαυρούnoun (game: search for [sth] precious) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Scouts are taking part in a treasure hunt. |
αυτός που αναζητά τον χαμένο θησαυρόnoun ([sb] who searches for lost treasure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτός που αναζητά ευκαιρίεςnoun (figurative ([sb] who seeks valuables for purchase) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρυμμένος θησαυρόςnoun (collection of precious things) The boys discovered a treasure trove hidden away in the attic. |
θησαυρόςnoun (figurative (collection of special or useful things) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του treasure στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του treasure
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.