Τι σημαίνει το tour στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tour στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tour στο Αγγλικά.

Η λέξη tour στο Αγγλικά σημαίνει οργανωμένη εκδρομή, περιοδεία, περιοδεία, ταξιδεύω, εκδρομή, περιοδεία, μετάθεση, περιοδεύω, ξεναγώ, περιοδεύω, απολογία, Γκραντ Tουρ, επίσκεψη, ξενάγηση, σε περιοδεία, σε περιοδεία, πακέτο διακοπών, τουριστικό λεωφορείο, τουριστικό λεωφορείο, άθλος, Γύρος της Γαλλίας, ξεναγός, θητεία, ταξιδιωτικός ατζέντης, ταξιδιωτικός πράκτορας, περιπατητική ξενάγηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tour

οργανωμένη εκδρομή

noun (travel: organized)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The two-week tour had a guide and a bus.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κάναμε δυο βδομάδες περιήγηση στην Κυανή Ακτή.

περιοδεία

noun (travel: unorganized)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We went on a tour of Europe last summer.
Πέρσι το καλοκαίρι κάναμε το γύρο της Ευρώπης.

περιοδεία

noun (of house, building) (κτιρίου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let me give you the tour of our house.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μας έκανε ένα γύρο του σπιτιού για να μας δείξει τους χώρους.

ταξιδεύω

transitive verb (travel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We toured Italy last summer.
Ταξιδέψαμε σε όλη την Ιταλία πέρυσι το καλοκαίρι.

εκδρομή

noun (travel: excursion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let's go for a tour of the port today.

περιοδεία

noun (musicians, circus, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The band's going on tour next month.

μετάθεση

noun (military: duty in a place)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He has already done two tours in Iraq.

περιοδεύω

intransitive verb (travel by a musical, theatre group)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Rolling Stones are touring this year.

ξεναγώ

transitive verb (US (lead in tour)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She toured them around her hometown.

περιοδεύω

transitive verb (travel by a musical, theatre group)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Rolling Stones toured North America last fall.

απολογία

noun (US (to express regret publicly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Γκραντ Tουρ

noun (historical (European travels) (ταξίδι στην Ευρώπη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
British tourists travelled to Venice during the 18th century as a stop on the Grand Tour.

επίσκεψη

noun (informal (visit, inspection) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The factory inspector will be doing his grand tour tomorrow.

ξενάγηση

noun (visit with commentary)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The art museum offered a guided tour of the paintings in its galleries.

σε περιοδεία

adverb (travelling from place to place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε περιοδεία

adverb (performers: on the road) (καλλιτέχνες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The musicians quit their jobs to go on tour with the new band.

πακέτο διακοπών

noun (all-inclusive tourist holiday or visit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τουριστικό λεωφορείο

noun (vehicle used for guided tourist visits)

τουριστικό λεωφορείο

noun (coach used by a touring group)

άθλος

noun (accomplishment) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
John Coltrane's saxophone solo on "My Favorite Things" was a tour de force. The director's latest film is a tour de force that excites both critics and audiences.
Το σόλο με το σαξόφωνο του Τζον Κολτρέιν στο τραγούδι "My Favourite Things" ήταν άθλος. Η τελευταία ταινία του σκηνοθέτη είναι ένας άθλος που ενθουσίασε και τους κριτικούς και το κοινό.

Γύρος της Γαλλίας

noun (French annual bicycle race)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεναγός

noun ([sb] who shows tourists around)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The tour guide took the visitors to see many local attractions.
Ο ξεναγός πήγε τους επισκέπτες να δουν πολλά τοπικά αξιοθέατα.

θητεία

noun (military: period of service in one place)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On his last tour of duty the soldier was wounded in combat.

ταξιδιωτικός ατζέντης, ταξιδιωτικός πράκτορας

noun (agent organizing package holidays)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quite a few tour operators have gone out of business recently.

περιπατητική ξενάγηση

noun (guided tour on foot)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tour στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tour

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.