Τι σημαίνει το suspender στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης suspender στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του suspender στο πορτογαλικά.
Η λέξη suspender στο πορτογαλικά σημαίνει κρεμάω, κρεμώ, αναστέλλω, αποβάλλω, αποβάλλω κπ από κτ, θέτω κπ σε διαθεσιμότητα, θέτω κπ σε διαθεσιμότητα από κτ, κρεμάω κτ από κτ, κρεμάω κάτι σε κάτι, αναστέλλω, αναβάλλω, διακόπτω, παρακρατώ, σταματάω, σταματώ, αίρω, αναβάλλω, διακόπτω, διακόπτω, σηκώνω, ζυγιάζω, ανυψώνομαι, δίνω αναβολή σε κπ, αίρω την πιστοποίηση, αναβάλλω, αναστέλλω, διακόπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης suspender
κρεμάω, κρεμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναστέλλωverbo transitivo (jurídico: da sentença) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, suspenda seu julgamento até que todos os fatos sejam apresentados. |
αποβάλλωverbo transitivo (escola: castigo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele foi suspenso por fumar no banheiro. |
αποβάλλω κπ από κτverbo transitivo (escola) |
θέτω κπ σε διαθεσιμότηταverbo transitivo (trabalho) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
θέτω κπ σε διαθεσιμότητα από κτverbo transitivo (trabalho) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κρεμάω κτ από κτ, κρεμάω κάτι σε κάτιverbo transitivo Não pendure nada muito pesado nesses ganchos. |
αναστέλλω, αναβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A construção do novo shopping center foi suspensa durante a crise de crédito. Η κατασκευή του νέου εμπορικού κέντρου αναβλήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης των δανείων. |
διακόπτωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παρακρατώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A cliente suspendeu o pagamento até que os problemas fossem resolvidos. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aquele livro é difícil de encontrar porque a editora suspendeu sua publicação há muitos anos. Είναι δύσκολο να βρεθεί αυτό το βιβλίο γιατί ο εκδότης διέκοψε την έκδοσή του πολλά χρόνια πριν. |
αίρωverbo transitivo (rescindir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Καλιφόρνια ήρε την απαγόρευση του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων το 2008. Η κυβέρνηση ήρε τον αποκλεισμό των ξένων προϊόντων έπειτα από τρεις μέρες. |
αναβάλλω, διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διακόπτωverbo transitivo (romper a continuidade) (από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O clima interrompeu o jogo no segundo tempo. Το παιχνίδι διεκόπη λόγω καιρού στο δεύτερο ημίχρονο. |
σηκώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζυγιάζωverbo transitivo (estimar o peso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανυψώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Καθώς απογειωνόταν το αεροπλάνο, ένιωσα να ανυψώνομαι. |
δίνω αναβολή σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αίρω την πιστοποίηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναβάλλω, αναστέλλω, διακόπτω(encerrar as atividades comerciais) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του suspender στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του suspender
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.