Τι σημαίνει το sealed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sealed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sealed στο Αγγλικά.
Η λέξη sealed στο Αγγλικά σημαίνει σφραγισμένος, αεροστεγής, σφραγισμένος, σφραγισμένος, ασφαλισμένος, φώκια, πώμα, σφραγίζω, σφραγίδα, σφραγίδα, σφραγίδα ασφαλείας, σφραγίδα, δέρμα φώκιας, κυνηγώ φώκιες, σφραγίζω, σφραγίζω, σφραγίζω, σφραγίζω, ερμητικά κλειστά, ασφαλτοστρωμένος δρόμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sealed
σφραγισμένοςadjective (closed) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) A sealed box arrived in the mail. Ένα σφραγισμένο κουτί έφτασε με το ταχυδρομείο. |
αεροστεγήςadjective (airtight, watertight) (αέρας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Emily put the cookies in a sealed jar to keep them fresh. Η Έμιλυ έβαλε τα μπισκότα σε ένα αεροστεγές βάζο για να τα κρατήσει φρέσκα. |
σφραγισμένοςadjective (closed with wax, etc.) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Melanie tore open the sealed envelope. Η Μέλανι έσχισε τον σφραγισμένο φάκελο για να τον ανοίξει. |
σφραγισμένος, ασφαλισμένοςadjective (locked) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The sealed door wouldn't budge, no matter how hard Ben pushed it. |
φώκιαnoun (animal: marine mammal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Seals mainly eat fish. Οι φώκιες τρώνε κυρίως ψάρια. |
πώμαnoun (closure) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The seal on the pipe had gone bad and the pipe was now leaking water. Η τσιμούχα του σωλήνα χάλασε και είχαμε διαρροή. |
σφραγίζωtransitive verb (close off) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We sealed the leak so the tube could hold air again. Σφραγίσαμε το σημείο της διαρροής και η σαμπρέλα δεν χάνει πια αέρα. |
σφραγίδαnoun (embossed emblem) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The letter had a wax seal on it. |
σφραγίδαnoun (law: on contract) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The contract won't be official until we attach the seal. |
σφραγίδα ασφαλείαςnoun (sticker) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The seal was nothing more than a little sticker. I thought it would be fancier. |
σφραγίδαnoun (impression from a stamp) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The red seal that the stamp marked was elaborate. |
δέρμα φώκιαςnoun (fur or skin of a seal) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Is this coat really made of seal? |
κυνηγώ φώκιεςintransitive verb (hunt seals) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I think they have resumed sealing in Canada. Νομίζω πως ξανάρχισαν να κυνηγάνε φώκιες στον Καναδά. |
σφραγίζωtransitive verb (figurative (assure, confirm) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His fate was sealed when the detective found the gun he used. Η μοίρα του σφραγίστηκε όταν ο αστυνομικός βρήκε το όπλο που είχε χρησιμοποιήσει. |
σφραγίζωtransitive verb (make watertight) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The new layer of concrete sealed all the leaks. |
σφραγίζωtransitive verb (fasten securely) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lick the envelope to seal it. |
σφραγίζωtransitive verb (apply a seal: stamp) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The king sealed the order with his ring. |
ερμητικά κλειστάadjective (airtight) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The tin can, in which many perishable food products are sold, is a common example of an hermetically sealed container. |
ασφαλτοστρωμένος δρόμοςnoun (route surfaced for use by traffic) (με άσφαλτο) You can reach Bunbury on a sealed road. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sealed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του sealed
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.