Τι σημαίνει το screening στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης screening στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του screening στο Αγγλικά.

Η λέξη screening στο Αγγλικά σημαίνει προβολή, διαλογή, αξιολόγηση, έλεγχος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, οθόνη, οθόνη, προστατεύω, προφυλάσσω, παραβάν, οθόνη προβολής, σίτα, προστατευτικό τζακιού, κάλυμμα τζακιού, κινηματογράφος, κάλυψη, συγκάλυψη, ασπίδα, screen, προβάλλομαι, κοσκινίζω, προστατεύω, προφυλάσσω, προβάλλω, προβάλλω, δείχνω, προστατεύω, προφυλάσσω, ελέγχω διεξοδικά, βάζω σίτα σε κτ, έλεγχος για την ανίχνευση ναρκωτικών ουσιών, διαγνωστική εξέταση, έλεγχος για φυματίωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης screening

προβολή

noun (of movie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We're going to a screening of that new film tonight; do you want to come?
Θα πάμε στην προβολή της νέας ταινίας απόψε, θέλεις να έρθεις;

διαλογή

noun (review for selection) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scientists' screening of the samples was thorough.
Οι επιστήμονες πραγματοποίησαν διεξοδικό έλεγχο των δειγμάτων.

αξιολόγηση

noun (of candidates)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Screening the candidates was an important part of the recruitment process.

έλεγχος

noun (scan for abnormalities)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Doctors recommend regular screening for this disease among at-risk sections of the population.
Οι γιατροί προτείνουν στα τμήματα του πληθυσμού που βρίσκονται σε κίνδυνο να προβαίνουν σε τακτικό έλεγχο γι' αυτή την ασθένεια.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (economics: researching asset)

οθόνη

noun (computer or TV display)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I got a new 21-inch screen. Looking at the TV screen too long can cause headaches.
Πήρα μια καινούρια οθόνη 21 ιντσών. Αν κοιτάς πολύ ώρα την οθόνη της τηλεόρασης θα σε πιάσει πονοκέφαλος.

οθόνη

noun (for movies)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Everybody looked at the screen as the movie started.
Όταν άρχισε η ταινία, όλοι κοίταζαν την οθόνη.

προστατεύω, προφυλάσσω

transitive verb (shield against wind)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He screened his face from the wind with his hands.
Προστάτεψε (or: Προφύλαξε) το πρόσωπό του από τον άνεμο με τα χέρια του.

παραβάν

noun (portable partition)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The screen divided the parlour.

οθόνη προβολής

noun (for presentations)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He set up the screen and the projector in the room.

σίτα

noun (window: wire mesh)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We have screens on the windows and doors to keep bugs out.

προστατευτικό τζακιού, κάλυμμα τζακιού

noun (fireguard)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The screen prevents hot embers from shooting onto the floor.

κινηματογράφος

noun (motion picture industry)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Stars of stage and screen attended the opening.

κάλυψη, συγκάλυψη

noun ([sth] that conceals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The charity was a screen for an illegal drugs business.

ασπίδα

noun (shield) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hedge forms a protective screen against the wind.

screen

noun (sports: protective formation)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The football players formed a screen against their opponents.

προβάλλομαι

intransitive verb (be projected)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Old films rarely screen well.

κοσκινίζω

intransitive verb (pass through screen)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The man screened the dirt for gold.

προστατεύω, προφυλάσσω

transitive verb (figurative (protect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mother screened her children from TV violence.

προβάλλω

transitive verb (project onto a screen) (σε οθόνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The official screened the presentation.

προβάλλω, δείχνω

transitive verb (show: a movie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My local cinema is screening "Casablanca" tonight.

προστατεύω, προφυλάσσω

transitive verb (shelter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The man screened the abandoned children from the cold.

ελέγχω διεξοδικά

transitive verb (select and reject)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They screen applicants and only hire the best ones.

βάζω σίτα σε κτ

transitive verb (cover with mesh)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We need to screen the windows to keep bugs outside.

έλεγχος για την ανίχνευση ναρκωτικών ουσιών

noun (testing for traces of a substance)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I consider the drug screening tests an intrusion into my personal privacy.

διαγνωστική εξέταση

noun (medical consultation, diagnostic test)

έλεγχος για φυματίωση

noun (medical testing for tuberculosis)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του screening στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του screening

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.