Τι σημαίνει το s στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης s στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s στο Αγγλικά.

Η λέξη s στο Αγγλικά σημαίνει S, s, S, Ν, τραβάω την προσοχή κπ, τραβάω την προσοχή κπ, ένα τσικ, δυο βήματα, στα δυο βήματα, δυο λεπτά, δυο βήματα, αλφάβητο, βασικές δεξιότητες, μήλο του Αδάμ, νόσος του Άντισον, χρόνια ανεπάρκεια των επινεφριδίων, καθημερινότητα, Τέλος καλό, όλα καλά., νόσος Αλτσχάιμερ, αγαπημένος, Πρωταπριλιά, πρωταπριλιάτικο ψέμα, με κάποια απόσταση, ατελιέ, στούντιο, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο, δίπλωμα διετών σπουδών, σε απόσταση ασφαλείας, δρασκελιά, με το ένα πόδι στον τάφο, καυγαδίζω, τσακώνομαι, με έξοδα του, εις βάρος, στα πόδια, στα πόδια, δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ, δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ, υπό τις εντολές, καθ' εντολήν, εις βάρος, σε βάρος, από, στο έλεος, εκεί που σκάει το κύμα, είμαι σε απόγνωση, που δεν ξέρει τι άλλο να κάνει, στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή, άμεσα διαθέσιμος, μύκητες, πτυχίο θετικών επιστημών, πτυχιούχος θετικών επιστημών, βλακείες, Πρόσκοποι Αμερικής, τιμολόγιο, γυψοφίλη, μπάτσελορ πάρτυ, πτυχίο bachelor, πτυχίο επιπέδου bachelor, στυλοβάτης, φούρνος, κουβερτούρα, δεκατρία, μαγιά, φούρνος, τραπεζική εντολή, καρέκλα, κουρείο, κουαρτέτο αντρών που τραγουδούν ακαπέλα, παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι, βρίσκομαι στα ίχνη κπ, είμαι τα μάτια και τ' αυτιά κάποιου, κτ είναι θετικό για κπ, κτ είναι καλό για κπ, φωλιά αρκούδας, κάνω ουρά, κορυφαίος, τύχη του πρωτάρη, εκ μέρους, πίσω από την πλάτη κάποιου, παράλυση Bell, ακατανόητος, πέρα από κάθε προσδοκία, φωλιά πουλιού, εναέρια άποψη, τυφλόμυγα, τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό, αποπροσανατολίζω, σάντουϊτς με μπέικον, μαρούλι και τομάτα, έγκατα, κάνω να πέσει στα μαλακά, ραγίζω την καρδιά κάποιου, μαγιά μπύρας, εφιστώ την προσοχή κπ σε κτ, διάνα, βοϊδοκεφαλόψαρο, διακοπές που τις περνάς ασχολούμενος με δουλειά, χασάπικο, κρεοπωλείο, στο τσακ, αμφισβητώ, σημάδι, τρίχωμα καμήλας, καμηλό, καμηλό, τραπεζική επιταγή, παιχνίδι με ένα σκοινί που τυλίγεται στα δάχτυλα, Η φωλιά της γάτας, πολυπλοκότητα, πατούσα γάτας, υποχείριο, εργαλείο, αντανακλαστικό σήμανσης, πιάνω κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης s

S, s

noun (19th letter of alphabet)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Is there one S or two in “desiccate”?
Η λέξη «desiccate» έχει ένα ή δύο S;

S

adjective (abbreviation (clothing size: small) (συντομογραφία: small)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The shirt comes in S, M, L, and XL.
Το πουκάμισο βγαίνει σε S, M, L και XL.

Ν

noun (written, abbreviation (south) (συντομογραφία: Νότος)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The instructions say to start by identifying which way is S.
Οι οδηγίες λένε να ξεκινήσουμε εντοπίζοντας τον Ν.

τραβάω την προσοχή κπ

phrasal verb, transitive, separable (attract notice)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραβάω την προσοχή κπ

phrasal verb, transitive, separable (be noticed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ένα τσικ

expression (figurative (very close) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The house that I bought was a hair's breadth away from the sea.

δυο βήματα

noun (figurative, informal (short distance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The distance from our house to hers is a stone's throw.

στα δυο βήματα

expression (figurative, informal (nearby)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We can easily walk to Martha's house; she lives a stone's throw away.

δυο λεπτά, δυο βήματα

expression (figurative, informal (near) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The shop is just a stone's throw from my house.
Το κατάστημα είναι δυο λεπτά από το σπίτι μου. Το κατάστημα είναι δυο βήματα από το σπίτι μου.

αλφάβητο

plural noun (alphabet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βασικές δεξιότητες

plural noun (figurative (basic skills or facts)

μήλο του Αδάμ

noun (prominent part of man's throat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A man's Adam's apple sticks out from his throat.

νόσος του Άντισον, χρόνια ανεπάρκεια των επινεφριδίων

noun (glandular disorder) (ασθένεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John F. Kennedy reportedly suffered from Addison's disease.

καθημερινότητα

expression (informal, figurative (routine activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's no need to thank me - it's all in a day's work for me.

Τέλος καλό, όλα καλά.

expression (everything is resolved happily)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νόσος Αλτσχάιμερ

noun (progressive brain disease)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγαπημένος

noun (beloved person)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jenny loved all her children, but her eldest child was the apple of her eye.
Η Τζένη αγαπούσε τα παιδιά της, αλλά το μεγαλύτερο ήταν η αδυναμία της.

Πρωταπριλιά

noun (abbreviation, informal (April Fools' Day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρωταπριλιάτικο ψέμα

noun as adjective (joke, prank: played on 1st April)

με κάποια απόσταση

noun as adjective (figurative (not intimate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ατελιέ, στούντιο

noun (workshop of an artist)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
One half of the barn has been converted into an artist's studio. That potter whose work you loved finally opened his art studio to the public.

το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο

adverb (acronym (as soon as possible)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Please send your reply to the following address ASAP.

δίπλωμα διετών σπουδών

noun (US (2-year qualification)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
For an associate degree, it's not unusual for students to study part time.

σε απόσταση ασφαλείας

adverb (figurative (at safe distance) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He has lied to me before, so I keep him at arm's length now.

δρασκελιά

adverb (literal (at end of your arm)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The wild deer stood at arm's length from us.
Το άγριο ελάφι στάθηκε μια δρασκελιά από εμάς.

με το ένα πόδι στον τάφο

adverb (figurative (very ill, about to die) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καυγαδίζω, τσακώνομαι

adjective (figurative, informal (arguing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

με έξοδα του

adverb (paid for by [sb] else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Faculty can attend the conference at the university's expense.

εις βάρος

adverb (figurative (causing [sb] discomfort) (μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
John made a joke at Lina's expense, causing everyone to laugh except Lina, who frowned in dismay.
O Τζον έκανε ένα αστείο εις βάρος της Λίνα, κάνοντας τους πάντες να γελάσουν εκτός από τη Λίνα, που συνοφρυώθηκε με απόγνωση.

στα πόδια

adverb (figurative (worshipping) (μεταφορικά: κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Michael had all of the audience at his feet when he sang his latest hit song.

στα πόδια

adverb (in front of feet) (κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The pencil was lying at his feet, just where he had dropped it.

δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ

adverb (beside)

I will sit at your side during the banquet.

δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ

adverb (figurative (supporting, comforting) (μεταφορικά)

Fortunately, your husband will always be at your side because he loves you.

υπό τις εντολές, καθ' εντολήν

expression (literary (as strongly requested by)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The accused man was deported to the UK at the behest of the British government.

εις βάρος, σε βάρος

preposition (figurative (to detriment of [sb]) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από

preposition (because of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

στο έλεος

preposition (dependent) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκεί που σκάει το κύμα

adverb (on the bank or shore) (θάλασσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We strolled at the water's edge, picking up shells.

είμαι σε απόγνωση

adjective (upset, frustrated)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Kathy was at her wit's end with worry when her son failed to come home from school.
Η Κάθι ήταν σε απόγνωση όταν ο γιος της δε γύρισε σπίτι από το σχολείο.

που δεν ξέρει τι άλλο να κάνει

adjective (unable to find a solution)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Having spent three hours unsuccessfully trying to fix the photocopier, Dave was at his wit's end.
Μετά από τρεις ώρες που προσπαθούσε να φτιάξει το φωτοτυπικό ο Ντέιβ δεν ήξερε πια τι άλλο να κάνει.

στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή

expression (available to serve you at any time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I will be at your beck and call.

άμεσα διαθέσιμος

expression (figurative (easily available)

You should have everything you need at your fingertips before you start your work.

μύκητες

noun (fungal infection)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I wear sandals in the shower at the gym so I won't pick up athlete's foot.

πτυχίο θετικών επιστημών

noun (initialism (degree: Bachelor of Science)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Lauren is studying for a B.S. in Chemistry at Cornell.

πτυχιούχος θετικών επιστημών

noun (initialism (person: Bachelor of Science)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

βλακείες

noun (vulgar, slang, initialism (bullshit) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I've never heard so much BS in my life!

Πρόσκοποι Αμερικής

noun (initialism (Boy Scouts of America)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The vision of the B.S.A. is to prepare every eligible youth in America to become a responsible, participating citizen.

τιμολόγιο

noun (written, initialism (bill of sale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γυψοφίλη

noun (colloquial (flowering plant: Gypsophila)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπάτσελορ πάρτυ

noun (party for a husband-to-be)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Bachelor parties tend to be wild and crazy. We're going to a nightclub for Simon's stag do.
Στα μπάτσελορ πάρτυ γίνεται συνήθως τρελό κέφι και τα πράγματα ξεφεύγουν. Θα πάμε σε ένα κλαμπ για το μπάτσελορ του Σάιμον.

πτυχίο bachelor, πτυχίο επιπέδου bachelor

noun (undergraduate qualification)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Most well-paying jobs today require at least a bachelor's degree.
Οι περισσότερες από τις καλοπληρωμένες δουλειές σήμερα απαιτούν να έχεις τουλάχιστον ένα πτυχίο επιπέδου bachelor.

στυλοβάτης

noun (figurative ([sth/sb] that supports)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jerry is the backbone of this office; it would never succeed without him.
Ο Τζέρρυ είναι ο στυλοβάτης αυτού του γραφείου. Δεν θα υπήρχαν επιτυχίες χωρίς αυτόν.

φούρνος

noun (informal (baker's shop) (ψωμί: φτιάχνει και πουλά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I asked George to stop by the baker and pick up a loaf of bread.
Ζήτησα από τον Τζωρτζ να σταματήσει στον φούρνο και να πάρει ένα καρβέλι ψωμί.

κουβερτούρα

noun (US, brand name (cooking chocolate) (σοκολάτα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεκατρία

noun (food: thirteen)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bakery sells its fresh doughnuts by the baker's dozen.

μαγιά

noun (leavening agent used in baking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Baker's yeast is used to leaven bread.

φούρνος

noun (store that sells bread, cakes) (ψωμί: φτιάχνει και πουλά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bakery on Main Street sells delicious rye bread.
Ο φούρνος στην Οδό Μέιν πουλά νόστιμο ψωμί σικάλεως.

τραπεζική εντολή

noun (pay order, banker's cheque)

καρέκλα

noun (seat at male hairdresser's)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In order to get my hair cut, the man asked me to sit on the barber's chair.

κουρείο

noun (men's hairdressing salon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A spinning red, white, and blue pole denotes a barbershop.

κουαρτέτο αντρών που τραγουδούν ακαπέλα

noun (singing group: four men's voices)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Martin sings bass in a barbershop quartet.

παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι

verbal expression (figurative (have control) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If he thinks he can lead the team better, let him have the driver's seat.

βρίσκομαι στα ίχνη κπ

verbal expression (follow [sb] or evidence of [sb])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

είμαι τα μάτια και τ' αυτιά κάποιου

verbal expression (figurative (gather information) (μτφ: μαζεύω πληροφορίες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κτ είναι θετικό για κπ, κτ είναι καλό για κπ

verbal expression (benefit [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I know you're not a natural linguist, but learning French would be to your advantage, given that we live in France.

φωλιά αρκούδας

noun (lair of a bear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ουρά

verbal expression (figurative (be keen to meet with [sb]) (μεταφορικά: ανυπομονώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you have a good idea, investors will beat a path to your door.
Αν έχεις μια καλή ιδέα, οι επενδυτές θα κάνουν ουρά για να σε γνωρίσουν.

κορυφαίος

noun (figurative, informal (superb person, thing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τύχη του πρωτάρη

noun (success despite inexperience)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Joe attributed his success to beginner's luck.

εκ μέρους

preposition (in place of [sb]) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm phoning on behalf of my daughter, who has lost her voice. The millionaire sent somebody to bid on the painting on his behalf.

πίσω από την πλάτη κάποιου

expression (figurative, informal (without [sb]'s knowledge) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She often told lies about him behind his back.

παράλυση Bell

noun (facial paralysis)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ακατανόητος

adjective (impossible to understand)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πέρα από κάθε προσδοκία

expression (better than imagined)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φωλιά πουλιού

noun (structure built by a bird)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a bird's nest built in the tree outside my house.

εναέρια άποψη

noun (view from above)

I got a bird's-eye view of the Atlantic as my plane flew over it.

τυφλόμυγα

noun (blindfolded tag game)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό

verbal expression (slang (astound [sb]) (μτφ: εκπλήσσομαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I heard about the revolutionary new cancer treatment, it blew my mind. Wait until you see the final scene of the movie--it's going to blow your mind!

αποπροσανατολίζω

verbal expression (slang (drugs: disorient, overwhelm [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σάντουϊτς με μπέικον, μαρούλι και τομάτα

noun (informal, initialism (sandwich: bacon, lettuce and tomato)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έγκατα

plural noun (figurative (innermost part: of building, etc.) (με γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The crew labored in the bowels of the building to repair the plumbing leak.
Η ομάδα εργαζόταν σκληρά στα έγκατα του κτιρίου για να αποκαταστήσει τη διαρροή στα υδραυλικά.

κάνω να πέσει στα μαλακά

verbal expression (lessen impact)

Fortunately, the pillow broke the boy's fall, and he wasn't injured.

ραγίζω την καρδιά κάποιου

verbal expression (figurative (make [sb] sad) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It breaks my heart to hear you are quitting.

μαγιά μπύρας

noun (yeast used to ferment beer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mixing brewer's yeast in sugar water will create CO² that attracts and drowns mosquitoes.

εφιστώ την προσοχή κπ σε κτ

verbal expression (make [sb] aware of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An employee brought the matter to my attention.

διάνα

noun (centre of target)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
John threw a dart, which hit the bull's eye.

βοϊδοκεφαλόψαρο

noun (type of catfish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διακοπές που τις περνάς ασχολούμενος με δουλειά

noun (UK, figurative, informal (vacation: like at work)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χασάπικο, κρεοπωλείο

noun (meat shop, department)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The butcher is open until 5:00, but the rest of the store closes at 8:00.
Το κρεοπωλείο είναι ανοιχτό μέχρι τις 5, αλλά το υπόλοιπο κατάστημα κλείνει στις 8.

στο τσακ

adverb (by the slightest margin) (καθομιλουμένη: κατάφερα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The horse won by a hair's breadth.

αμφισβητώ

verbal expression (challenge [sb] who may be faking)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σημάδι

noun (figurative (identifying mark, sign)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Serena dresses flamboyantly; brightly-colored clothing is her calling card.

τρίχωμα καμήλας

noun (hair of a camel)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καμηλό

noun (fabric made of camel's hair)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καμηλό

noun as adjective (made from camel's hair)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τραπεζική επιταγή

noun (US (cheque issued by a bank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Since I had no credit card, and the store does not accept personal checks, I had my bank issue me a cashier's check to purchase my new computer.

παιχνίδι με ένα σκοινί που τυλίγεται στα δάχτυλα

noun (children's string game)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Η φωλιά της γάτας

noun (novel) (τίτλος βιβλίου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πολυπλοκότητα

noun (complexity, intricacy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πατούσα γάτας

noun (foot of a cat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A cat's paw is soft on the bottom, but has dangerous retractable claws.

υποχείριο, εργαλείο

noun (figurative (duped person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντανακλαστικό σήμανσης

noun (UK, usually plural (reflective road stud)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πιάνω κπ

verbal expression (informal, figurative (understand what [sb] means) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του s

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.