Τι σημαίνει το running στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης running στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του running στο Αγγλικά.
Η λέξη running στο Αγγλικά σημαίνει τρέξιμο, διαχείριση, διοίκηση, διαχείριση, που τρέχει, στη σειρά, λειτουργία, διακίνηση, δημοσίευση, τρέχω, χρησιμοποιώ, τρέχω, χειρίζομαι, συντηρώ, τρέχω, δουλεύω, τρέξιμο, αγώνας δρόμου, εκδρομή, διαδρομή, τρύπα, σειρά, κέντα χρώμα, run, υποψηφιότητα, μετανάστευση, πίστα, εκτύπωση, -, περίφραξη, κλίμακα, μεγάλη ζήτηση, τροπή, είδος, τρέχω, διάρροια, τρέχω, τρέχω, -, μεταναστεύω, τρέχω, τερματίζω, έχω δρομολόγιο, κάνω δρομολόγιο, εκτελώ δρομολόγιο, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, πλέω, έρχομαι, χάνω πόντους, διαρκώ, τρέχω, είμαι διατυπωμένος, είμαι υποψήφιος, φεύγω, περνάω, τρέχω, τρέχω, κυλάω, χύνομαι, εκτείνομαι, τρέχω, γίνομαι, λειτουργώ, δημοσιεύομαι, βγαίνω, τρέχω σε κπ, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ, μεταφέρω, πηγαίνω, κάνω, κυνηγάω, κυνηγώ, βάζω να τρέξουν σε αγώνες, κοστίζω, στοιχίζω, παίρνω, περνάω, περνώ, διατρέχω, διοικώ, διευθύνω, βάζω δρομολόγιο, πάω, πηγαίνω, περνάω γρήγορα, περνάω, περνώ, διακινώ λαθραία, διακινώ παράνομα, δημοσιεύω, υπολογίζω, κατεβάζω υποψήφιο, διοικώ, διευθύνω, διατρέχω, ρίχνω, -, χρεώνω, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ, έρχομαι τρέχοντας, έρχομαι τρέχοντας, freerunning, κάνω δυνατό ξεκίνημα, ξεκινάω αμέσως, σύμφωνα με το πρόγραμμα, λειτουργώ στην εντέλεια, δουελεύω στην εντέλεια, έχω πιθανότητες νίκης, μακρύς, μακρόχρονος, κινητός μέσος όρος, κεντρικός επιθετικός, κεντρικός επιθετικός, σκαλοπάτι, αλλαγή που γίνεται ενώ έχει ξεκινήσει η παραγωγή, διαρκής σχολιασμός, κόστος συντήρησης, λειτουργικό κόστος, αστείο που το λέμε συχνά, τίτλος, επαναλαμβανόμενο αστείο, αστείο που το λέμε συχνά, άλμα με φόρα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, που τελειώνει, αθλητικά παπούτσια, προβάδισμα, πλεονέκτημα, ομάδα δρομέων, συνεχής τίτλος, τρέχων σύνολο, στίβος, αμάνικο αθλητικό μπλουζάκι, νερό βρύσης, ο χρόνος εξαντλείται, ο χρόνος τελειώνει, σε πλήρη λειτουργία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης running
τρέξιμοnoun (jogging, footracing) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Running is one of my favourite sports. Το τρέξιμο είναι από τα αγαπημένα μου αθλήματα. |
διαχείριση, διοίκησηnoun (business: management) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The running of a family business can be difficult work. Η διοίκηση μιας οικογενειακής επιχείρησης μπορεί να είναι δύσκολη υπόθεση. |
διαχείρισηnoun (household: operation) (σπιτιού, νοικοκυριού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He looked after the children and the running of the house. Φρόντιζε τα παιδιά και το νοικοκυριό του σπιτιού. |
που τρέχειadjective (wound: discharging) (αίμα, πύον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It was a horrible, oozing, running wound that bled for days. |
στη σειράadverb (in succession) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) They won the championship for five years running. |
λειτουργίαnoun (machine: operation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We can't stop the running of the power station. |
διακίνησηnoun (smuggling) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Drug running is illegal, but often happens across the border. |
δημοσίευσηnoun (publishing an advert, article) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The running of that advertisement was a bad decision by the editor. |
τρέχωintransitive verb (go quickly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How fast can you run? Πόσο γρήγορα μπορείς να τρέξεις; |
χρησιμοποιώtransitive verb (operate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It costs a lot to run this machine. Η λειτουργία του μηχανήματος κοστίζει πολλά. |
τρέχωtransitive verb (cover a distance) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He runs three miles every morning. Κάνει τρία χιλιόμετρα τζόκινγκ κάθε μέρα. |
χειρίζομαιtransitive verb (operate a machine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do you know how to run a gas generator? Ξέρεις να χειρίζεσαι γεννήτριες με αέριο; |
συντηρώtransitive verb (maintain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It costs more and more to run this car each year. Κάθε χρόνο κοστίζει όλο και περισσότερο να συντηρώ αυτό το αυτοκίνητο. |
τρέχωtransitive verb (computer, etc.: use) (ζαργκόν: υπολογιστές) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abby runs three computers at the same time in her office. Η Άμπι τρέχει συγχρόνως τρεις υπολογιστές στο γραφείο της. |
δουλεύωintransitive verb (operate, work) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Maria left the computer program to run overnight. Η Μαρία άφησε το πρόγραμμα του υπολογιστή να τρέχει όλη νύχτα. |
τρέξιμοnoun (jog) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'm going for a run. Πάω για τρέξιμο. |
αγώνας δρόμουnoun (race) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We're organizing a run for charity this weekend. Οργανώνουμε έναν φιλανθρωπικό αγώνα δρόμου αυτό το σαββατοκύριακο. |
εκδρομήnoun (short trip) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Let's go for a run in the country. |
διαδρομήnoun (route) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Paddington to Penzance run is almost six hours long. |
τρύπαnoun (US (tights, stockings: rip) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I have a run in my tights. Έχει φύγει ένας πόντος στο καλσόν μου. |
σειράnoun (series) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We've had quite a run of bad luck lately. Είχαμε μία σειρά από ατυχίες τώρα τελευταία. |
κέντα χρώμαnoun (series of cards) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) A "run" in cards is a sequence of the same suit. |
runnoun (cricket, baseball: score) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) They scored twelve runs in the first over. |
υποψηφιότηταnoun (election campaign) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His run for office ended in failure. |
μετανάστευσηnoun (fish: migration) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He's gone up to Alaska for the salmon run. |
πίσταnoun (track) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They built a new bobsled run for the Olympics. |
εκτύπωσηnoun (print run) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This book will have a run of 10,000 copies. Ο αριθμός αντιτύπων για αυτό το βιβλίο θα είναι 10.000. |
-noun (length) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) You'll need a two-metre run of cable. Θα χρειαστείς δύο μέτρα καλώδιο. |
περίφραξηnoun (fenced area) (χώρος που περικλείεται) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They put up a chicken run in the back yard. Έφτιαξαν μια περίφραξη για τις κότες στην πίσω αυλή. |
κλίμακαnoun (music: roulade) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He played the run beautifully. |
μεγάλη ζήτησηnoun (strong demand) We've had a run on these teapots since they went on special offer. |
τροπήnoun (direction of change) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The run of events has not been favourable. |
είδοςnoun (typical kind) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She's different from the typical run of candidates. |
τρέχωnoun (dash) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His run for the bus was clearly pointless - he was much too far away to stand a chance of catching it. Η τρεχάλα του δεν είχε νόημα, ήταν πολύ μακριά από το λεωφορείο και δεν υπήρχε ελπίδα να το προλάβει. |
διάρροιαplural noun (slang (diarrhoea) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Those greasy tacos I ate at 2 in the morning gave me the runs. |
τρέχωintransitive verb (flee) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Run for your lives! |
τρέχωintransitive verb (spread) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Her tears fell on the letter and made the ink run. Don't wash that new shirt with the sheets, the colour will run. |
-intransitive verb (informal (keep company with) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) He runs around with the wrong kind of people. Κάνει παρέα με λάθος άτομα. |
μεταναστεύωintransitive verb (migrate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The salmon run in the spring. |
τρέχωintransitive verb (race) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He likes to run in competitions. |
τερματίζωintransitive verb (horse racing: finish) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My horse ran third. |
έχω δρομολόγιο, κάνω δρομολόγιο, εκτελώ δρομολόγιοintransitive verb (transport: ply) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The bus runs every day but Sunday. |
ανεβαίνω, σκαρφαλώνωintransitive verb (climb) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We're trying to get the roses to run along the trellis. |
πλέωintransitive verb (sail) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We ran along the shore before pulling into the port. |
έρχομαιintransitive verb (go with) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Will you run to the shops with me? |
χάνω πόντουςintransitive verb (thread: unravel) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My stockings are starting to run. |
διαρκώintransitive verb (continue) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The programme runs for two years. |
τρέχωintransitive verb (extend) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The cable runs between the walls. |
είμαι διατυπωμένοςintransitive verb (be worded) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The agreement runs as follows... |
είμαι υποψήφιοςintransitive verb (stand for office) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) He's running for the presidency. |
φεύγωintransitive verb (transport: depart) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When does the bus run? |
περνάωintransitive verb (travel) (από κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The highway runs along the valley. |
τρέχωintransitive verb (glide, pass freely) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The cable runs through this pulley. |
τρέχω, κυλάωintransitive verb (flow strongly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The blood ran down his back. |
χύνομαιintransitive verb (empty) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The wastewater runs into the gutter. |
εκτείνομαιintransitive verb (range) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Our product line runs from basic to luxury. |
τρέχωintransitive verb (discharge fluid) (τα δάκρυα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His eyes ran with tears. Τα μάτια του είχαν δακρύσει. |
γίνομαιintransitive verb (become) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The tap ran dry. |
λειτουργώintransitive verb (business, etc.: operate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It requires a lot of energy to keep this business running. |
δημοσιεύομαιintransitive verb (be printed) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The ad will run in tomorrow's paper. |
βγαίνωintransitive verb (be of a given dimension) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Peaches are running small this season. Τα ροδάκινα βγήκαν μικρά φέτος. |
τρέχω σε κπ(figurative, informal (have recourse to) (συχνά αποδοκιμασίας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He always runs to the teacher if you make fun of him. |
περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ(glide over) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Larry let his fingers run across the tactile surface of the sculpture. |
μεταφέρω, πηγαίνωtransitive verb (livestock: make run) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It's time to run the cattle to their new pasture. |
κάνωtransitive verb (errand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I have a few errands to run. Έχω να κάνω μερικές δουλίτσες. |
κυνηγάω, κυνηγώtransitive verb (chase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The dogs were running a fox. |
βάζω να τρέξουν σε αγώνεςtransitive verb (make compete) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He runs greyhounds on the weekends. |
κοστίζω, στοιχίζωtransitive verb (cost) (σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That new roof could run you several thousand. The cost of a new roof could run to several thousand dollars. Η νέα στέγη μπορεί να σου κοστίσει αρκετές χιλιάδες. |
παίρνωtransitive verb (follow) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We should just let events run their course. Ας αφήσουμε απλά τα γεγονότα να πάρουν το δρόμο τους. |
περνάω, περνώtransitive verb (extend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They ran a telegraph cable under the Atlantic. |
διατρέχωtransitive verb (traverse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The mountain range runs over half the country. |
διοικώ, διευθύνωtransitive verb (act unsupervised) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She is quite capable of running the whole firm alone. |
βάζω δρομολόγιοtransitive verb (cause to ply a route) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They should run a bus to this town. |
πάω, πηγαίνωtransitive verb (convey) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you run this letter to the post office? |
περνάω γρήγοραtransitive verb (pass quickly) She ran a brush through her hair. Rob ran a hand through his thick, dark hair. |
περνάω, περνώtransitive verb (get past) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police stopped him for running a red light. |
διακινώ λαθραία, διακινώ παράνομαtransitive verb (smuggle) They used to run alcohol across the border during Prohibition. |
δημοσιεύωtransitive verb (print, publish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All the papers are running the story about the political scandal this morning. This magazine runs a lot of ads for cars. Όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση για το πολιτικό σκάνδαλο σήμερα το πρωί. Αυτό το περιοδικό δημοσιεύει πολλές διαφημίσεις για αυτοκίνητα. |
υπολογίζωtransitive verb (process) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's run the numbers and see if it will work. The computer seems to be running the program without a problem. |
κατεβάζω υποψήφιοtransitive verb (sponsor a candidate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The party wanted to run her for the senate seat. Το κόμμα ήθελε να την κατεβάσει υποψήφια για μια θέση στη γερουσία. |
διοικώ, διευθύνωtransitive verb (manage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Helen is the one who really runs the office. |
διατρέχωtransitive verb (expose oneself to danger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We don't want to run the risk of being sued. |
ρίχνωtransitive verb (let liquid flow) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let me run you a bath. |
-transitive verb (accumulate a debt) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) He runs a tab at the local bar. This business has been running a large overdraft for the last year. Έχει λογαριασμό στο μπαρ της γειτονιάς του και πίνει βερεσέ. Αυτή η εταιρεία κάνει πολλές υπεραναλύψεις τον τελευταίο χρόνο. |
χρεώνωtransitive verb (add to an account) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you run it to my tab? |
περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ(glide over) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She ran her fingers over the fine silk. |
έρχομαι τρέχονταςverbal expression (informal (hurry, rush) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The children came running as soon as they smelled the cookies their mother was baking. |
έρχομαι τρέχονταςverbal expression (informal, figurative (be eager) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
freerunningnoun (activity: type of parkour) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κάνω δυνατό ξεκίνημαverbal expression (informal, figurative (begin enthusiastically) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She hit the ground running when she started her new job. |
ξεκινάω αμέσωςverbal expression (informal, figurative (begin fully prepared) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This position requires someone experienced who can hit the ground running. |
σύμφωνα με το πρόγραμμαadverb (following a scheduled sequence) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λειτουργώ στην εντέλεια, δουελεύω στην εντέλειαadverb (in functioning condition) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After I took my car to the mechanic, everything seemed to be in running order. |
έχω πιθανότητες νίκηςverbal expression (have a chance in competition) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μακρύς, μακρόχρονοςadjective (for extended time period) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κινητός μέσος όροςnoun (statistics: series of averages over time) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κεντρικός επιθετικόςnoun (American football player) (παίκτης) |
κεντρικός επιθετικόςnoun (American football position) (θέση) |
σκαλοπάτι(historical (automobile) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αλλαγή που γίνεται ενώ έχει ξεκινήσει η παραγωγήnoun (alteration made to [sth] midway) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Children couldn't unwrap the toys, so the manufacturer made a running change in the packaging. |
διαρκής σχολιασμόςnoun (non-stop description of [sth]) |
κόστος συντήρησηςnoun (amount spent to maintain [sth]) (πχ επισκευές) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The new refrigerator uses far less electricity, so its running cost is half that of the old one. |
λειτουργικό κόστοςplural noun (business overheads) (πάγια έξοδα επιχείρησης) You need to keep your overheads and running costs down. |
αστείο που το λέμε συχνάnoun (repeated joke) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Amy had a running gag with her friend about them running off and joining the military. |
τίτλοςnoun (title at top of a book's pages) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επαναλαμβανόμενο αστείοnoun ([sth] humorous that is repeated) Heidi only saw the last five minutes of the movie, so she didn't understand that the phrase was part of a running joke that started in the first ten minutes. |
αστείο που το λέμε συχνάnoun ([sth] that is recurrently funny) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's a running joke in our family that Dad can't make pancakes. |
άλμα με φόραnoun (jump preceded by a run-up) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (US (candidate for lesser of two linked offices) John McCain selected Sarah Palin as his running mate in the election. |
που τελειώνειadjective (depleted, in short supply) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I have to make a trip to the grocery store because I'm running out of milk. |
αθλητικά παπούτσιαnoun (often plural (trainer, sneaker) I don't know why running shoes need to be so expensive. |
προβάδισμα, πλεονέκτημαnoun (figurative (initial advantage) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Because Mason knew the new job was going to be posted today, he had a running start on the other candidates. |
ομάδα δρομέωνnoun (sport: group of sprinters) (κατά λέξη) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) My running team meets every Sunday morning for a 10 km. run. |
συνεχής τίτλοςnoun (book: heading at top of every page) (σε βιβλίο, μυθιστόρημα) |
τρέχων σύνολοnoun (overall amount so far) (μέχρι τώρα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The running toal of votes cast for Class President is 124. |
στίβοςnoun (athletic circuit) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The length of the running track is 400m. |
αμάνικο αθλητικό μπλουζάκιnoun (athlete's sleeveless top) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νερό βρύσηςnoun (water available on tap) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) People who don't have running water have to rely on wells for their water supply. |
ο χρόνος εξαντλείται, ο χρόνος τελειώνειnoun (there is not much time left: before [sth] happens) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε πλήρη λειτουργίαadjective (active, in operation) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του running στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του running
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.