Τι σημαίνει το riot στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης riot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του riot στο Αγγλικά.

Η λέξη riot στο Αγγλικά σημαίνει εξέγερση, της εξέγερσης, εξεγείρομαι, προκαλώ ταραχές, ξεκαρδιστικός, έκρηξη, ταραχές που οφείλονται σε φυλετικές εντάσεις, ψέλνω τον εξάψαλμο, ψέλνω τον εξάψαλμο σε κπ, τα ψέλνω σε κπ, ΜΑΤ, αστυνομία, είμαι ανεξέλεγκτος, αφήνομαι ανεξέλεγκτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης riot

εξέγερση

noun (violent public disorder)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tensions built up and, finally, the unrest erupted into a riot.
Η ένταση μεγάλωνε και τελικά η αναταραχή οδήγησε σε εξέγερση.

της εξέγερσης

noun as adjective (relating to riots)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tear gas is sometimes used for riot control.
Μερικές φορές χρησιμοποιούνται δακρυγόνα για τον έλεγχο των ταραχών.

εξεγείρομαι

intransitive verb (violently act as group)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The anger of the people on the estate finally reached crisis point and they rioted.
Ο θυμός όσων εργάζονταν στο κτήμα έφτασε σε τέτοιο σημείο που τελικά ξεσηκώθηκαν.

προκαλώ ταραχές

(protest violently against) (με αφορμή κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The population was rioting over rapidly increasing prices for staples.
Ο πληθυσμός εξεγέρθηκε λόγω των γοργά αυξανόμενων τιμών των βασικών τροφίμων.

ξεκαρδιστικός

noun (slang, figurative ([sth] very funny)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έκρηξη

noun (showy display) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The flowerbeds were a riot of colour.

ταραχές που οφείλονται σε φυλετικές εντάσεις

noun (public disorder caused by racial tension)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ψέλνω τον εξάψαλμο

verbal expression (figurative, informal (reprimand [sb]) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Anyone who breaks the school rules can expect the head teacher to read the riot act.

ψέλνω τον εξάψαλμο σε κπ, τα ψέλνω σε κπ

verbal expression (figurative, informal (reprimand) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My curfew is midnight, but I got home at three in the morning, and my mom read me the riot act.

ΜΑΤ

noun (for protests, mob violence, etc.) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The riot police were called to the estate to try to control the situation.

αστυνομία

noun (armed police)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When news of the planned protest leaked out, the governor deployed the riot squad.

είμαι ανεξέλεγκτος, αφήνομαι ανεξέλεγκτος

intransitive verb (act without restraint)

That boy runs riot as soon as his mother leaves the room. When he puts pen to paper, he allows his imagination to run riot. It's spring, and color runs riot in the rose garden.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του riot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.