Τι σημαίνει το rechazo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rechazo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rechazo στο ισπανικά.

Η λέξη rechazo στο ισπανικά σημαίνει απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, αποβάλλω, αρνούμαι, λέω όχι, αρνούμαι, απορρίπτω, απαγορεύω, απορρίπτω, αρνούμαι, πάσα στον αντίπαλο, αρνούμαι, αρνιέμαι, απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, αποκλείω, απορρίπτω, αντιδρώ σε κτ, αρνούμαι, αρνούμαι, αρνιέμαι, απορρίπτω, απορρίπτω, αποκρούω, απορρίπτω, αποκηρύσσω, αποκηρύσσω, αρνούμαι, αποκρούω, απωθώ, απορρίπτω, απορρίπτω, ανακαλώ, απορρίπτω, καταψηφίζω, απορρίπτω, αρνούμαι, λέω όχι, απορρίπτω, απωθώ, κάνω swipe left, κάνω αριστερό swipe, αρνούμαι, ακυρώνω, απόρριψη, άρνηση, απάρνηση, αποκήρυξη, απόρριψη, εξοστρακισμός, απόρριψη, απόρριψη, άρνηση, απόκρουση, απόρριψη, άρνηση, μη αποδοχή, απόρριψη, απόρριψη, το ότι με αποκλείουν, απόρριψη, ήττα, άρνηση, απροθυμία, άρνηση, άπωση, απώθηση, απορρίπτω, απαξιώνω, αρνούμαι πρόσκληση, απορρίπτω πρόσκληση, απορρίπτω, καταψηφίζω, διώχνω κπ/κτ με ένα νόημα, κάνω σε κπ/κτ νόημα να φύγει, δεν εισακούω, αποκρούω με τεντωμένο χέρι, αποκλείω, απορρίπτω, γειώνω, απορρίπτω, απωθώ, απορρίπτω, αποκρούω, γειώνω, ακυρώνω, συγκρατώ, παρακρατώ, απορρίπτω, αρνούμαι, αρνιέμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rechazo

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La firma consultora rechazó a la mayoría de los aspirantes y aceptó sólo a la élite.
Η συμβουλευτική εταιρεία απέρριψε τους περισσότερους υποψηφίους και πήρε μόνο τους κορυφαίους.

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sindicato ha rechazado la oferta del gobierno de subir los salarios un 1 %.
Το σωματείο απέρριψε την πρόταση της κυβέρνησης για αύξηση των μισθών κατά 1%.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de 6 horas deliberando, el jurado ha rechazado su versión de los hechos y le han encontrado culpable.
Μετά από έξι ώρες διαβούλευσης, οι ένορκοι απέρριψαν την εκδοχή του για τα γεγονότα και τον έκριναν ένοχο.

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella rechaza las insinuaciones del muchacho.
Απορρίπτει το φλερτ του νεαρού άνδρα.

αποβάλλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cuerpo del paciente rechazó el nuevo corazón.

αρνούμαι, λέω όχι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La oferta es muy tentadora, pero me temo que tendré que rechazarla.

αρνούμαι, απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los Smith rechazaron nuestra invitación a cenar.
Οι Σμιθς αρνήθηκαν την πρόσκλησή μας για δείπνο.

απαγορεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe rechazó mi solicitud para tener más tiempo para almorzar.

απορρίπτω, αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El banco rechazó mi solicitud de un préstamo.
Η τράπεζα απέρριψε την αίτησή μου για δάνειο.

πάσα στον αντίπαλο

verbo transitivo (rugby, fútbol americano)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αρνούμαι, αρνιέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David rechazó comer un segundo trozo de pizza porque decía que no tenía mucha hambre.
Ο Ντέιβιντ αρνήθηκε να πάρει δεύτερο κομμάτι πίτσα λέγοντας ότι δεν πεινούσε πολύ.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rechazaron el caso por falta de evidencias.
Η υπόθεση απορρίφθηκε από το δικαστήριο λόγω έλλειψης στοιχείων.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los sindicatos rechazaron la oferta de la patronal después de una breve discusión.

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gerente rechazó su pedido de vacaciones.
Ο διευθυντής του απέρριψε το αίτημά του για άδεια.

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El juez rechazó el argumento de la empresa sobre que el juzgado no tenía jurisdicción sobre el caso.
Ο δικαστής απέρριψε το επιχείρημα της εταιρείας ότι το δικαστήριο δεν είχε καμία δικαιοδοσία στην υπόθεση.

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La fraternidad más exclusiva del campus generalmente rechaza a la mayoría de los postulantes.
Η πιο πριβέ αδελφότητα στην πανεπιστημιούπολη συνήθως αποκλείει τους περισσότερους υποψηφίους.

απορρίπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El inspector de calidad rechazó las piezas que estaban defectuosas.
Ο επιθεωρητής ποιότητας απέρριψε τα τμήματα που ήταν ελαττωματικά.

αντιδρώ σε κτ

Los estudiantes rechazaron la idea de cambiar la fecha del examen final.

αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Negó deberle el dinero del alquiler a su codiciosa compañera.
Αρνήθηκε ότι χρωστάει ενοίκιο στην άπληστη συγκάτοικό της.

αρνούμαι, αρνιέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La Sra. Bixby rehusó su oferta de ayudarla con las bolsas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El juez denegó la objeción.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate desdeñó las propuestas románticas de Dan.

αποκρούω, απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando le pedí un aumento a mi jefe, él rápidamente me despreció.

αποκηρύσσω

(creencias)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ian eventualmente abandonó sus creencias racistas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Απαρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση της με την συγκεκριμένη συνωμοσία.

αποκηρύσσω, αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno repudió las acusaciones de corrupción.

αποκρούω, απωθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ejército repelió el ataque al pueblo.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La directora desaprobó los cambios sugeridos en el departamento de recursos humanos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο πρόεδρος απέρριψε το νομοσχέδιο την τελευταία στιγμή και έτσι δεν πέρασε.

ανακαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Protestaron para revocar las reformas electorales.
Διαμαρτυρήθηκαν για τις προσπάθειες να ανακληθούν οι εκλογικές μεταρρυθμίσεις.

απορρίπτω, καταψηφίζω

(figurado) (πολιτική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El proyecto de ley fue aniquilado por cincuenta y cinco votos en contra y cuarenta y cinco a favor.
Το νομοσχέδιο απορρίφθηκε (or: καταψηφίστηκε) με ποσοστό 55 προς 45.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρνούμαι, λέω όχι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a tener que rehusar otro trozo de tarta.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El fotógrafo no aceptó el uso de utilería para la sesión de fotos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο διαιτητής ακύρωσε 2 γκολ της ομάδας μας.

απωθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pudimos hacer retroceder las llamas antes de que alcanzaran la casa.

κάνω swipe left, κάνω αριστερό swipe

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A pesar de las pruebas él se negó a aceptar su inocencia.
Παρόλα τα αποδεικτικά στοιχεία αρνήθηκε την αθωότητά της.

ακυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απόρριψη, άρνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El rechazo de Carol a la ayuda de Peter hirió sus sentimientos.
Η απόρριψη της βοήθειάς του από την Κάρολ πλήγωσε τα αισθήματά του Πίτερ.

απάρνηση, αποκήρυξη, απόρριψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El rechazo de los americanos a la salud universal es algo sorprendente.

εξοστρακισμός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απόρριψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόρριψη, άρνηση

(idea, creencia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El rechazo de Richard a la existencia de Dios molesta a su padre.
Η άρνηση της ύπαρξης του Θεού από τον Ρίτσαρντ αναστάτωσε τον πατέρα του.

απόκρουση, απόρριψη, άρνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El rechazo de mi jefe hacia mi propuesta fue insultante.

μη αποδοχή

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απόρριψη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A Lydia le irritaba el rechazo inmediato de todas sus sugerencias por parte de su jefe.
Η Λύντια ενοχλήθηκε από την άμεση απόρριψη όλων των προτάσεών της από το αφεντικό της.

απόρριψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ellen estaba herida por el rechazo de su novio.
Η Έλεν πληγώθηκε από την απόρριψη του φίλου της.

το ότι με αποκλείουν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Juan estaba triste por el rechazo de sus amigos, no sabía que había hecho para ofenderlos.

απόρριψη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El trasplante de órganos puede salvar vidas, pero siempre hay riesgo de rechazo.
Τα μεταμοσχευμένα όργανα μπορούν να σώσουν ανθρώπινες ζωές, αλλά υπάρχει πάντοτε κίνδυνος απόρριψής τους.

ήττα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Henderson se enfrenta al rechazo del club en su intento de que aprueben su propuesta.

άρνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La negativa de Adam de ir a la escuela se estaba convirtiendo en un verdadero problema para sus padres.

απροθυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su negativa a ser parte del comité nos tomó a todos por sorpresa.

άρνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La negación no hará desaparecer el problema.
Η άρνηση δεν θα διώξει το πρόβλημα μακριά.

άπωση, απώθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La repulsión del arma tiró hacia atrás al tirador.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él se sumió en una depresión después de que ella le rechazara.
Έπεσε σε κατάθλιψη αφότου εκείνη τον απέρριψε.

απαξιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El comité desestimó mi sugerencia de reducir la matrícula de inscripción.

αρνούμαι πρόσκληση, απορρίπτω πρόσκληση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Sería poco amable de mi parte rechazar su invitación?

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después del escándalo, el candidato presidencial rechazó a su compañero de fórmula.

καταψηφίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La propuesta fue rechazada por el voto de la mayoría.

διώχνω κπ/κτ με ένα νόημα, κάνω σε κπ/κτ νόημα να φύγει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν εισακούω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El juez decidió en contra del abogado.

αποκρούω με τεντωμένο χέρι

locución verbal (αθλητισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella quería ser miembro de ese popular grupo pero la excluyeron.

απορρίπτω, γειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una famosa estrella de cine pasó la noche persiguiéndola, pero ella lo rechazó.
Ένας πολύ γνωστός αστέρας του κινηματογράφου πέρασε όλο το βράδυ κυνηγώντας την, αλλά τον απέρριψε.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απωθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador logró empujar a dos oponentes antes de que lo tiraran.

απορρίπτω, αποκρούω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lamento tener que rechazar su amable invitación pero me temo que no estoy libre esa tarde.
Φοβάμαι ότι πρέπει να απορρίψω την ευγενική σου πρόσκληση - δεν είμαι ελεύθερη εκείνο το βράδυ.

γειώνω, ακυρώνω

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le sonreí a Rita, pero me ignoró, quizás no me reconoció.

συγκρατώ, παρακρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito la ayuda de Jason, pero me está rechazando.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo dejaron ir como cliente cuando empezó a quejarse demasiado.

αρνούμαι, αρνιέμαι

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le pidió matrimonio dos veces y en ambas ocasiones ella lo rechazó.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rechazo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.