Τι σημαίνει το ragged στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ragged στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ragged στο Αγγλικά.

Η λέξη ragged στο Αγγλικά σημαίνει κουρελιασμένος, κουρελιάρης, ανομοιόμορφος, ανόμοιος, κουρέλι, ράκος, πανί, κουρέλι, πανί, φυλλάδα, πειράζω, πειράζω κπ για κτ, ράγκταϊμ, ρούχο, επικίνδυνη κατάσταση, εξουθενώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ragged

κουρελιασμένος

adjective (clothing: tattered)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Norma's heart was touched by the little boy's ragged clothing.
Η Νόρμα συγκινήθηκε από τα κουρελιασμένα ρούχα του αγοριού.

κουρελιάρης

adjective (figurative (person: wearing rags)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ragged man asked Joan if she could spare a little money.
Ο ρακένδυτος άντρας ρώτησε τη Τζόαν εάν θα μπορούσε να του δώσει λίγα χρήματα.

ανομοιόμορφος, ανόμοιος

adjective (edge: uneven)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ragged hem of Larry's curtains was evidence of his poor sewing skills.
Το ανομοιόμορφο στρίφωμα που είχαν οι κουρτίνες του Λάρι μαρτυρούσε ότι ήταν κακός στο ράψιμο.

κουρέλι, ράκος

adjective (informal (tired) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Tom dragged himself out of bed, feeling ragged.

πανί

noun (cleaning cloth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ben wiped the window with a rag.
Ο Μπεν σκούπισε το παράθυρο με ένα πανί.

κουρέλι

plural noun (torn old clothing) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The tramp's rags were a sorry sight to see.
Ήταν λυπητερό να βλέπει κανείς τα κουρέλια που φορούσε ο άστεγος.

πανί

noun (UK (fabric scrap)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Glenn sewed the rags together to make cushion covers.
Η Γκλεν έραψε τα πανιά για να φτιάξει καλύμματα για τα μαξιλάρια.

φυλλάδα

noun (informal (low quality newspaper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Why are you reading that rag? You should try reading a decent paper.
Γιατί διαβάζεις αυτή την κωλοφυλλάδα; Θα έπρεπε να διαβάζεις καμιά πιο σοβαρή εφημερίδα.

πειράζω

transitive verb (informal (tease, torment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patricia's classmates had found out about her crush on Henry and were ragging her mercilessly.
Οι συμμαθητές της Πατρίτσια είχαν μάθει ότι της άρεσε ο Χένρι και την πείραζαν αλύπητα.

πειράζω κπ για κτ

(informal (tease about [sth])

Adam's colleagues ragged him about his taste in clothes.
Οι συνάδελφοι του Άνταμ τον δούλευαν για το γούστο του στα ρούχα.

ράγκταϊμ

noun (music: jazz style) (τζαζ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Marsha spends her evenings drinking wine and listening to ragtime.

ρούχο

plural noun (informal, dated (item of clothing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Barbara put on her best rags to go out on the town.

επικίνδυνη κατάσταση

noun (figurative (precarious situation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξουθενώνω

(informal (exhaust [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The kids have been running Elizabeth ragged all day; all she wants to do now is go to bed.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ragged στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.