Τι σημαίνει το pourri στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pourri στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pourri στο Γαλλικά.

Η λέξη pourri στο Γαλλικά σημαίνει σάπιος, μίζερος, κακός, άθλιος, ελεεινός, σάπιος, κακός, σκουπίδι, σκουπίδι, άθλιος, ελεεινός, ευτελής, κατώτερος, παρακατιανός, υποδεέστερος, ανάξιος, τιποτένιος, κακής ποιότητας, άθλιος, μίζερος, σκατά, παλιός, άχρηστος, σκοροφαγωμένος, μουχλιασμένος, άθλιος, ελεεινός, άθλιος, για τον πούτσο, σκουπίδι, άσχημος, κακός, ακατάλληλος, άθλιος, υποψία, απαίσιος, άθλιος, άθλιος, φτηνός, τιποτένιος, χερχελές, παλιοχερχελές, σάπιος, διαβλητός, χαλασμένος, κακός, άδικος, χάλια, μίζερος, μελαγχολικός, χάλια, χαλασμένος, άχρηστος, πουλημένος, σαπίζω, σαπίζω, είμαι αναλώσιμος, φουντώνω, θεριεύω, σαπίζω, αποσυντίθεμαι, σαπίζω, σαπίζω, χαλάω, χαλώ, σαπίζω, φθείρομαι, προσβάλω, ποτ-πουρί, πότ πουρι, σύμφυρμα, συνονθύλευμα, είμαι χάλια, είμαι αίσχος, είμαι άθλιος, κακομαθημένος, σάπιος μέχρι το κόκαλο, κακός καιρός, είμαι πολύ κακομαθημένος, σάπιος μέχρι το κόκαλο, κλούβιο αυγό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pourri

σάπιος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carol a facilement pu forcer la porte d'entrée pourrie pour pénétrer dans la maison abandonnée.
Η Κάρεν μπόρεσε εύκολα να σπάσει τη σαπισμένη εξώπορτα για να μπει στο εγκαταλελειμμένο σπίτι.

μίζερος

adjectif (familier : désagréable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons eu du temps pourri cet été.

κακός, άθλιος, ελεεινός

adjectif (familier : mauvais)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce menuisier fait du travail pourri.

σάπιος

adjectif (nourriture)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Henry a jeté les pommes pourries dans la pile de compost.
Ο Χένρι πέταξε τα χαλασμένα μήλα στον σωρό με το κομπόστ.

κακός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ne sois pas méchant ! Partage tes bonbons avec ton petit frère.
Σταμάτα να γίνεσαι κακός! Μοιράσου τις καραμέλες σου με τον μικρό σου αδερφό.

σκουπίδι

(familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La plupart des choses que John vend au marché, c'est de la camelote.

σκουπίδι

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce film était vraiment nul. // Ce joueur est nul ; il n'a pas touché une seule balle.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ταινία ήταν για τα μπάζα.

άθλιος, ελεεινός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La voiture toute pourrie de Frank semble être sur le point de lâcher.

ευτελής, κατώτερος, παρακατιανός, υποδεέστερος, ανάξιος, τιποτένιος

adjectif (familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce papier est vraiment pourri : il se déchire et détraque l'imprimante en plus.

κακής ποιότητας

(familier)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

άθλιος, μίζερος

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le timing de l'accident de voiture était vraiment pourri.

σκατά

adjectif (familier : nul, mauvais) (χυδαίο, αργκό)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
C'est peut-être une explication pourrie, mais c'est l'explication officielle.
Μπορεί να είναι σκατά εξήγηση, αλλά αυτή είναι η επίσημη εξήγηση.

παλιός

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άχρηστος

adjectif (familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ta caisse est pourrie !

σκοροφαγωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μουχλιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tu ne devrais pas manger les fraises si elles sont moisies.

άθλιος

(déplaisant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous passions un mauvais moment à la plage et nous sommes donc partis plus tôt.

ελεεινός, άθλιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

για τον πούτσο

(vulgaire) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon nouveau téléphone est merdique ; il n'arrête pas de couper.

σκουπίδι

(familier) (μεταφορικά, αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La voiture de Paul est pourrie.
Το αυτοκίνητο του Πωλ ήταν σκουπίδι.

άσχημος, κακός

(temps)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je préfère rester à la maison plutôt que de conduire lorsqu'il fait mauvais temps.
Προτιμώ να μένω μέσα παρά να οδηγώ οπουδήποτε με αυτόν τον άθλιο καιρό.

ακατάλληλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ces outils sont vraiment mauvais. Tu dois t'équiper mieux que ça.

άθλιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υποψία

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu n'es qu'un type minable ! Je ne veux plus jamais te revoir.
Τι υποψία άντρα! Δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ.

απαίσιος, άθλιος

(assez familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Richard a dû passer des mois à travailler sur un projet nul au boulot.
Ο Ρίτσαρντ επί μήνες δούλευε ένα άθλιο πρότζεκτ στη δουλειά.

άθλιος

(de qualité médiocre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ne va pas voir ce film, il est vraiment nul.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ποιος σχεδίασε αυτές τις άθλιες καρέκλες;

φτηνός, τιποτένιος

(objet, endroit) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χερχελές, παλιοχερχελές

adjectif (familier) (αργκό: αντιπαθητικός)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

σάπιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαβλητός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'homme politique s'est engagé à mettre fin aux pots-de-vin et autres pratiques vénales.
Ο πολιτικός υποσχέθηκε ότι θα σταματήσει τη δωροδοκία και άλλες ανήθικες πρακτικές.

χαλασμένος

(nourriture)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Savais-tu qu'il y avait de la viande avariée dans le frigo ?
Ο Γκάρεθ έχυσε το ξινισμένο γάλα στον νεροχύτη. Ήξερες πως υπάρχει λίγο χαλασμένο κρέας μέσα στο ψυγείο;

κακός, άδικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χάλια

(vulgaire) (καθομ, αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

μίζερος, μελαγχολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'en ai assez de ce temps affreux ; j'aimerais tellement qu'il arrête de pleuvoir !
Με κούρασε αυτός ο άθλιος καιρός. Μακάρι να σταματούσε να βρέχει!

χάλια

(vulgaire)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il avait un boulot de merde qui ne lui rapportait rien. // Elle jouait dans un groupe indé de merde.
Έκανε μια σκατοδουλειά με πολύ μικρό μισθό.

χαλασμένος

adjectif (nourriture)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Je pense que ces pommes sont gâtées (or: pourries). Elles sont là depuis un mois.

άχρηστος

(familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'ordi à deux balles de Nathan ne démarre même pas.

πουλημένος

(καθομ, μτφ: διεφθαρμένος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σαπίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous devons manger ces tomates avant qu'elles pourrissent.
Πρέπει να φάμε αυτές τις ντομάτες πριν χαλάσουν.

σαπίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι αναλώσιμος

verbe intransitif (λόγιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le yaourt sent bizarre, il est sûrement pourri.

φουντώνω, θεριεύω

(situation) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le ressentiment de Jane pour son frère s'est envenimé si longtemps qu'elle ne lui parle plus.

σαπίζω

verbe intransitif (nourriture, déchets)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le tas de vieilles bananes a pourri sous le soleil ardent.

αποσυντίθεμαι

(σαπίζω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σαπίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σαπίζω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω, χαλώ

(nourriture) (φαγητό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σαπίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'arbre a commencé à se décomposer après avoir été coupé.
Το δέντρο άρχισε να σαπίζει λίγο μετά την κοπή του.

φθείρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ces planches vont se dégrader si vous ne les teintez pas.
Αυτές οι σανίδες θα φθαρούν, εάν δεν τις βάψεις.

προσβάλω

(familier, jeune)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ποτ-πουρί

(anglicisme) (μουσική μείξη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Le DJ a passé un medley de chansons des années 80.

πότ πουρι

nom masculin

σύμφυρμα, συνονθύλευμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le smoothie contenait un mélange de fruits et de légumes.

είμαι χάλια, είμαι αίσχος, είμαι άθλιος

(figuré, familier) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κακομαθημένος

(personne)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les parents de cette enfant lui ont laissé faire tout ce qu'elle voulait ; elle est trop gâtée.
Οι γονείς εκείνου του κοριτσιού το έχουν παραφήσει να κάνει το δικό του. Είναι κακομαθημένο. Τα παιδιά τους είναι ένα μάτσο κακά, θορυβώδη κακομαθημένα παλιόπαιδα.

σάπιος μέχρι το κόκαλο

locution adjectivale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il semblait gentil, mais en réalité il était pourri jusqu'à la moelle.

κακός καιρός

nom masculin (familier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

είμαι πολύ κακομαθημένος

Enfant, ma plus jeune sœur était pourrie gâtée.

σάπιος μέχρι το κόκαλο

locution adjectivale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλούβιο αυγό

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cet œuf pourri pue !

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pourri στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του pourri

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.