Τι σημαίνει το ponerse στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ponerse στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ponerse στο ισπανικά.

Η λέξη ponerse στο ισπανικά σημαίνει τοποθετώ, ακουμπάω, αφήνω, ακουμπώ, βάζω, θέτω, γεννάω, βάζω, παίρνω, τοποθετώ, βάζω, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, γεννάω, ρυθμίζω, στρώνω, τακτοποιώ, στήνω, στήνω, ορίζω, εκφράζω, διατυπώνω, -, βάζω, βάζω, αναθέτω, στήνω, τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω, σημειώνω, γράφω, τσοντάρω, δίνω, στήνω, βάζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, στερεώνω, απλώνω κτ πάνω σε κτ, τσοντάρω, τσοντάρω, βάζω, τσοντάρω, παίζω, βάζω, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, περνάω σε κλωστή, αντιστοιχίζω, παρκάρω, κρεμάω, κρεμώ, αφήνω, υποβάλλω, τοποθετώ, παρέχω, ιδρύω, βάζω/τοποθετώ πάνω σε, αποθέτω, ιδρύω, κάνω ευθανασία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, βάζω κπ/κπ να κάνει κτ, βάζω, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, βάζω, επανασυσκευάζω, θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία, εκθέτω, παρουσιάζω, απελευθερώνω, κρατάω απόσταση από κπ/κτ, τσαντίζω, παίρνω πόδι, βλέπω, την κάνω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω, το σκάω, εξαπατώ, προβάλλω αντίρρηση, γυρίζω σε ύπτια θέση, πατάω, αποκαλύπτω, φανερώνω, εφαρμόζω, δροσίζω, ρίχνω φως σε κπ/κτ, καθυστερώ, επιβραδύνω, διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, ανακαινίζω, ισιώνω, προορίζω κτ για συγκεκριμένο σκοπό, ανεφοδιάζω, ταράζω, αναστατώνω, αποξενώνω, απομακρύνω, αμφισβητώ, πουλάω, πουλώ, υπερτονίζω, αποκρυπτογραφώ, θέτω στον πληθυντικό, αποδίδω στον πληθυντικό, αποκαλύπτω, ασκώ πίεση, πιέζω, απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ, κάνω κπ/κτ καλά, αφήνω στην άκρη, βάζω σε λειτουργία, πλαισιώνω, νοικιάζω, λέω, τελειώνω, υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι, καρποφορώ, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, σταματάω, διακόπτω, αποσύρω, αλατίζω, ξαναρυθμίζω, φωτίζω, ζωντανεύω, την έχω στημένη σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ponerse

τοποθετώ, ακουμπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él puso su vaso en el borde de la mesa.
Έβαλε το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού.

αφήνω, ακουμπώ

(objeto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patsy puso los bolígrafos sobre la mesa.
Η Πάτσι ακούμπησε τα στιλό της στο γραφείο. Η μητέρα του παιδιού το άφησε στο έδαφος κι αυτό έτρεξε να κάνει κούνια.

βάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él puso todos sus asuntos en orden antes de irse a Australia.
Έβαλε σε τάξη όλες τις υποθέσεις του πριν φύγει για την Αυστραλία.

θέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando se lo diga a ella, lo pondré de una manera que no la afecte.
Όταν της το πω, θα το θέσω έτσι ώστε να μην την ταράξω.

γεννάω

verbo transitivo (huevos) (αβγό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una gallina puede poner unos cuantos huevos a la semana, creo.
Μια κότα μπορεί να γεννήσει κάμποσα αυγά την εβδομάδα, νομίζω.

βάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes poner un CD? Me gustaría escuchar algo de música.
Βάζεις κανένα CD; Θα μου άρεσε ν' ακούσω λίγη μουσική.

παίρνω

(ύφος, έκφραση)

Mi perro siempre pone una cara triste cuando quiere comida.
Ο σκύλος μου πάντα παίρνει λυπημένο ύφος, όταν θέλει φαγητό.

τοποθετώ, βάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puso el vaso en el borde de la mesa.
Τοποθέτησε (or: Έβαλε) το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού.

υποκρίνομαι, προσποιούμαι

(coloquial: voz, cara)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puso una voz aguda para molestar a su hermana.

γεννάω

verbo transitivo (γεννάω αβγά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La gallina ya no pone huevos.
Αυτή η κότα δε γεννάει πια.

ρυθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acabo de cambiar las pilas del reloj, así que tengo que volver a ponerlo en hora.

στρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Niños, poned la mesa para la cena. Hacen falta platos y tazones.

τακτοποιώ, στήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puso las piezas de ajedrez en su sitio.

στήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puso una ratonera para el ratón en su apartamento.

ορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pongamos la fecha de la boda para junio.

εκφράζω, διατυπώνω

verbo transitivo (decir, expresar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías ponerme eso en inglés común y corriente? No entiendo tus palabras técnicas.
Μπορείς να το πεις με απλά ελληνικά; Δεν καταλαβαίνω την τεχνική ορολογία.

-

verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Deberías poner tus destrezas de idiomas en uso traduciendo o interpretando.
Θα πρέπει να εφαρμόσεις τις γλωσσικές δεξιότητές σου όταν μεταφράζεις ή κάνεις διερμηνεία.

βάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a ponerle fin a esta discusión.
Ας δώσουμε ένα τέλος σε αυτή τη διαφωνία.

βάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los activistas están poniendo micros para llevar a los manifestantes a Londres.
Οι ακτιβιστές βάζουν πούλμαν, για να μεταφέρουν τους διαδηλωτές στο Λονδίνο.

αναθέτω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor les puso a sus alumnos varias tareas.

στήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños pusieron las fichas de dominó en posición vertical.

τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Normalmente extiende los planos sobre la mesa.
Συνήθως αραδιάζει (or: ακουμπάει) τα σχέδια στο τραπέζι.

σημειώνω, γράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anotaré la información en mi cuaderno.
Θα σημειώσω τις πληροφορίες αυτές στο σημειωματάριό μου.

τσοντάρω

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres de Charlotte aportaron 1.000 libras para sus gastos de viaje.
Οι γονείς της Σαρλότ τσόνταραν 1000 λίρες για τα έξοδα του ταξιδιού της.

δίνω

(παράδειγμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberías dar un buen ejemplo a tu hermano menor.

στήνω, βάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vinieron los contratistas a colocar los cimientos del edificio.
Οι εργολάβοι ήρθαν για να ρίξουν τα θεμέλια του κτηρίου.

στοιχηματίζω, ποντάρω

(κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apostó cincuenta dólares a ese caballo.
Πόνταρε πενήντα δολάρια στο άλογο.

ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No puedo creer que pusimos 200 pesos para ver este espectáculo malísimo.

στερεώνω

(κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Déjame poner este afiche en la pared.
Άσε με να κρεμάσω την αφίσα στον τοίχο.

απλώνω κτ πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jack puso protector solar en sus brazos.

τσοντάρω

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si cada uno pone $5, tendremos suficiente dinero.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν βάλουμε όλοι από 5 δολάρια, θα μαζευτούν αρκετά χρήματα.

τσοντάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos pidiendo a todos que pongan $5 para el regalo del jefe.
Ζητάμε σε όλους να τσοντάρουν 5 δολάρια για το δώρο του αφεντικού.

βάζω

(ταχύτητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Miguel puso primera y se fue.

τσοντάρω

(en un fondo común) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cada uno puso 100 euros y le compraron a su madre un viaje a Grecia.
Ο καθένας τους έβαλε 100 Ευρώ και έκαναν δώρο στη μητέρα τους ένα ταξίδι στην Ελλάδα.

παίζω, βάζω

(αναμετάδοση, αναπαραγωγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a poner el nuevo CD en el equipo.
Θα ακούσω το νέο CD στο στερεοφωνικό.

συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si todos ponemos 15 libras cubrimos el costo de la factura.
Εάν συνεισφέρουμε όλοι 15 λίρες θα καλύψουμε τον λογαριασμό.

περνάω σε κλωστή

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los niños pusieron cuentas de colores en una cuerda para decorar la clase.
Τα παιδιά περνούσαν πολύχρωμες χάντρες σε κλωστές για να στολίσουν την τάξη.

αντιστοιχίζω

(κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Teodoro puso números a los puntos en la lista según el orden de importancia.
Ο Θίοντορ αντιστοίχισε τους αριθμούς με τα πράγματα στη λίστα με βάση τη σειρά προτεραιότητας.

παρκάρω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puso el trasero en el sofá y se quedó dormido.

κρεμάω, κρεμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En Navidad, siempre ponemos (or: colocamos) luces alrededor de la casa.

αφήνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποβάλλω

(demanda) (μήνυση, αγωγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella puso una demanda contra su patrón.

τοποθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El camarero puso una rodaja de limón en el borde del vaso.

παρέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yo proveeré la tienda de campaña si tú provees la comida.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα μία φορά την εβδομάδα.

ιδρύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Instalaron una nueva tienda en la calle Maple.

βάζω/τοποθετώ πάνω σε, αποθέτω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dejó el libro sobre una mesa cercana.
Έβαλε το βιβλίο πάνω σε ένα τραπέζι εκεί δίπλα.

ιδρύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa decidió montar un restaurante en cada ciudad principal de Estados Unidos.
Η αλυσίδα αποφάσισε να ανοίξει εστιατόρια σε κάθε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ.

κάνω ευθανασία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El veterinario tuvo que sacrificar a nuestro conejillo de indias porque estaba muy enfermo.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Musicalizaron el poema.

βάζω κπ/κπ να κάνει κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El jefe puso a sus empleados a trabajar en el proyecto.
Το αφεντικό έβαλε τους υπαλλήλους του να αρχίσουν να δουλεύουν το προτζεκτ.

βάζω

locución verbal (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor pon la correspondencia en la ranura del buzón.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El cuerpo de tanques puso a la infantería enemiga a correr.

βάζω

(designar a alguien para que haga algo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a poner a John a trabajar en esta tarea.

επανασυσκευάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No me gustó la cámara, así es que la voy a reempacar para devolverla.

θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En cuanto nos des la luz verde, iniciamos el proyecto.

εκθέτω, παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esa camisa ajustada exhibe sus músculos de una manera muy atractiva.

απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Recuerdas en qué año liberaron a Nelson Mandela?

κρατάω απόσταση από κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τσαντίζω

(a alguien)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω πόδι

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

την κάνω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω, το σκάω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los niños se largaron cuando su madre empezó a gritar.

εξαπατώ

(AmL)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προβάλλω αντίρρηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυρίζω σε ύπτια θέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para detener el auto, debes poner el pie en el pedal de freno y apretar.
Για να σταματήσεις το αυτοκίνητο, βάλε το πόδι σου στο φρένο και πάτα το.

αποκαλύπτω, φανερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los hechos revelan la verdad.
Τα γεγονότα αποκαλύπτουν την αλήθεια.

εφαρμόζω

(trabajo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El contrato se implementó con el acuerdo de todos.
Το συμβόλαιο εφαρμόστηκε αφού συμφώνησαν όλοι.

δροσίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω φως σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alumbra la esquina.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φώτισε (or: Φέξε) μου λίγο εδώ μπας και βρω το κλειδί.

καθυστερώ, επιβραδύνω

(progresos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La incompetencia del gerente dificultaba el progreso del proyecto.
Η ανικανότητα του μάνατζερ εμπόδιζε την πρόοδο του πρότζεκτ.

διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen arriesgó su carrera para ayudar a un amigo.
Η Κάρεν έθεσε σε κίνδυνο την καριέρα της για να βοηθήσει έναν φίλο.

ανακαινίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa modernizó sus oficinas para darles un aspecto más moderno.
Η εταιρεία ανακαίνισε τα γραφεία της για να αποκτήσει πιο μοντέρνο ύφος.

ισιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeremy se enderezó la corbata.
Ο Τζέρεμυ ίσιωσε τη γραβάτα του.

προορίζω κτ για συγκεκριμένο σκοπό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Tendrá el comité fondos que aún no han sido destinados?

ανεφοδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito reabastecer el tanque en sesenta millas.

ταράζω, αναστατώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποξενώνω, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eventualmente, la personalidad complicada de Timothy distanció a su esposa.

αμφισβητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cathy cuestionó la historia de su novio acerca de haberse quedado jugando a las cartas hasta tarde.

πουλάω, πουλώ

(στη λιανική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερτονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκρυπτογραφώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω στον πληθυντικό, αποδίδω στον πληθυντικό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασκώ πίεση, πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mantén apretada la herida para detener el sangrado.

απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stacey decidió ordenar su escritorio.

κάνω κπ/κτ καλά

Déjame que te rasque la espalda y te la sanaré.

αφήνω στην άκρη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deja lo que estás haciendo, es hora de almorzar.
Άφησε στην άκρη ο,τι κάνεις· είναι ώρα να φάμε μεσημεριανό.

βάζω σε λειτουργία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pon en marcha el coche y vámonos de aquí.
Πάτησα το κουμπί εκκίνησης, έβαλα σε λειτουργία τη μηχανή και απογειώθηκα στον καθαρό γαλανό ουρανό.

πλαισιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νοικιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He decidido alquilar mi apartamento.
Αποφάσισα να νοικίασω το διαμέρισμά μου.

λέω

(figurado, coloquial) (κάτι σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eleanor no sabía por qué todos en la oficina celebraban, así le que le pidió a Julia que la desasnara.

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι, καρποφορώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sin financiación sus planes nunca se materializarán.

συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω

(χρηματικό ποσό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Invertí dinero en el nuevo negocio de mi amigo, pero todavía no he visto nada a cambio de mi inversión.

σταματάω, διακόπτω, αποσύρω

(βάζω τέλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Finalizaron el proyecto en cuanto el cliente dejó de pagar.
Σταμάτησε το έργο όταν ο πελάτης σταμάτησε να πληρώνει.

αλατίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él saló su bistec.
Έβαλε αλάτι στην μπριζόλα του.

ξαναρυθμίζω

(programa, etc.) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Ναόμι παρατήρησε ότι το ρολόι της πήγαινε αργά και το ξαναρύθμισε.

φωτίζω, ζωντανεύω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las nuevas cortinas amarillas realmente animan la sala.

την έχω στημένη σε κπ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ponerse στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του ponerse

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.