Τι σημαίνει το pleurer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pleurer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pleurer στο Γαλλικά.
Η λέξη pleurer στο Γαλλικά σημαίνει κλαίω, κλαίω, θρηνώ, πενθώ, πενθώ για κπ, θρηνώ για κπ, θρηνώ, θρηνώ, πενθώ, θρηνώ για κπ/κτ, μου λείπει κτ, κλάμα, κλαίγομαι, θρηνώ για κπ/κτ, κλαίω για κπ/κτ, δακρύζω, θρηνώ, μοιρολογώ, δακρύζω, θρηνώ, πενθώ, θρηνώ, πενθώ για κτ, θρηνώ για κτ, δακρύζω, βουρκώνω, δακρύζω, κλαίω για κτ/κπ, κλάμα, δακρυσμένος, κλαμένος, συγκινητικός, ζουμιά, κλαίω γοερά, έτοιμος να βάλει τα κλάμματα, ασυγκίνητος, με οδυνηρό τρόπο, ραγίζει η καρδιά μου, μελό, δακρύβρεχτη ιστορία, κλαίω γοερά, κλαίω γοερά, δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα, κλαψουρίζω, μυξοκλαίω, κλαίω για κπ/κτ, θρηνώ, πενθώ, κλαίω γοερά, χωρίς δάκρυα, το να είναι κπ κλαψιάρης, κλαίω για κτ/κπ, κλαίω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pleurer
κλαίωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle a pleuré quand son père est mort. Έκλαψε όταν πέθανε ο πατέρας της. |
κλαίωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'homme pleurait dans un coin de la salle d'attente. Ο άντρας έκλαιγε σε μια γωνία της αίθουσας αναμονής. |
θρηνώ, πενθώverbe transitif (για κάποιον/κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Karen pleurait encore sa mère lorsque sa meilleure amie est décédée. Η Κάρεν ακόμη πενθούσε τη μητέρα της όταν πέθανε η καλύτερή της φίλη. |
πενθώ για κπ, θρηνώ για κπverbe transitif Cela fait 10 ans que je suis veuve mais je pleure toujours mon mari. |
θρηνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George pleure la disparition de son chien adoré. Ο Τζωρτζ πενθεί για τον θάνατο του αγαπημένου του σκύλου. |
θρηνώ, πενθώverbe transitif (για κάποιον/κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Toute la famille pleure Julie, qui est morte la semaine dernière. Ολόκληρη η οικογένεια πενθεί για την Τζούλη που πέθανε την περασμένη εβδομάδα. |
θρηνώ για κπ/κτ
|
μου λείπει κτverbe transitif (animal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les chiens pleurent leur maître qui est mort il y a trois jours. Τα σκυλιά πενθούν για τον ιδιοκτήτη τους που πέθανε πριν από τρεις μέρες. |
κλάμαlocution verbale (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mary se sentait mieux après avoir pleuré. |
κλαίγομαι(figuré, familier) (ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À chaque fois qu'il n'obtient pas ce qu'il veut, Jimmy court pleurer auprès de sa mère. |
θρηνώ για κπ/κτverbe transitif (figuré) La nation pleurait les victimes du terrorisme. |
κλαίω για κπ/κτverbe transitif La famille et les amis de Bill l'ont pleuré longtemps après ses funérailles. |
δακρύζωverbe intransitif (yeux) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les yeux d'Alison ont commencé à pleurer. |
θρηνώ, μοιρολογώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les femmes se retrouvèrent lors de l'enterrement pour pleurer. Οι γυναίκες μαζεύτηκαν στην κηδεία για να θρηνήσουν (or: μοιρολογήσουν). |
δακρύζωverbe intransitif (yeux) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il faisait si froid que mes yeux ont commencé à pleurer. |
θρηνώ, πενθώverbe transitif (décès) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous regrettons (or: pleurons) le départ du père Smith, notre prêtre. Θρηνούμε τον θάνατο του πατέρα Smith, του ιερέα μας. |
θρηνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πενθώ για κτ, θρηνώ για κτ
|
δακρύζω, βουρκώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Joanna eut les larmes aux yeux en pensant à son père. Η Τζοάνα βούρκωσε όταν σκέφτηκε τον πατέρα της. |
δακρύζω(Médecine : œil) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La conjonctivite a tendance à faire couler les yeux. |
κλαίω για κτ/κπ
Le petit garçon pleurait parce qu'il s'était fait punir.
Mais pourquoi tu pleures ? Το μικρό αγόρι έκλαιγε γιατί το τιμώρησαν. Γιατί στο καλό κλαις; |
κλάμαverbe intransitif (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai bien pleuré à la fin de ce film. |
δακρυσμένος, κλαμένος(avec les larmes aux yeux) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
συγκινητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζουμιά(familier) (ανεπίσημο, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
κλαίω γοερά
Οι γυναίκες θρηνούσαν και χτυπούσαν τα στήθη τους στην κηδεία. |
έτοιμος να βάλει τα κλάμματαlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) John semblait être sur le point de pleurer quand Linda a dit qu'elle le trouvait moche. Sa lèvre inférieure se mettait à trembler quand elle était sur le point de pleurer. Ο Τζον ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα αφότου η Λίντα τον αποκάλεσε άσχημο. |
ασυγκίνητοςlocution verbale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je n'arrive jamais à ne pas pleurer quand je regarde des films tristes. |
με οδυνηρό τρόποlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sa musique est belle à pleurer. |
ραγίζει η καρδιά μου(familier, ironique) (μεταφορικά: με κάτι, για κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) - En ce moment, je dois payer une fortune en impôts sur le revenu, dit Théo. - Oh, mon pauvre !, répondit son frère. |
μελό(péjoratif) (δακρύβρεχτη ταινία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δακρύβρεχτη ιστορία
|
κλαίω γοερά
J'ai pleuré toutes les larmes de mon corps quand ma meilleure amie a déménagé. |
κλαίω γοερά
La petite fille pleurait toutes les larmes de son corps parce qu'elle avait perdu sa poupée. |
δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλαlocution verbale (figuré, peu courant) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κλαψουρίζω, μυξοκλαίωverbe intransitif (péjoratif) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κλαίω για κπ/κτ
Ne pleure pas à cause de moi. |
θρηνώ, πενθώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a pleuré la mort de mon père lors de ses funérailles. |
κλαίω γοερά
Quand la dame lui a demandé s'il était perdu, le garçon a commencé à fondre en larmes. |
χωρίς δάκρυα(chose) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το να είναι κπ κλαψιάρης(d'un bébé) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλαίω για κτ/κπ
Rose est une enfant tellement sensible ; elle pleure pour tout et n'importe quoi. |
κλαίω από κτ
Agnes n'est pas triste, elle pleure de joie. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pleurer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του pleurer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.