Τι σημαίνει το pill στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pill στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pill στο Αγγλικά.
Η λέξη pill στο Αγγλικά σημαίνει χάπι, χάπι, κακός μπελάς, χνούδι, βγάζω χνούδι, αντισυλληπτικό χάπι, δύσκολος, πλασέμπο, χάπι προγεστερόνης, το χάπι της επόμενης ημέρας, αναλγητικό, παυσίπονο, έντομο της οικογένειας Armadillidiidae, χάπι με δηλητήριο, τακτική υποτίμησης εταιρείας για να αποφύγει την εξαγορά, αυτός που παίρνει πολλά φάρμακα, υπνωτικό χάπι, κτ που χρυσώνει το χάπι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pill
χάπιnoun (medicine) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Philip is taking pills for his heart condition. Ο Φίλιπ παίρνει χάπια για την καρδιακή πάθηση που έχει. |
χάπιnoun (informal (contraceptive tablet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The pill isn't 100% failsafe. Agatha's been on the pill for five years. Το χάπι δεν είναι 100% αποτελεσματικό. |
κακός μπελάςnoun (dated, slang (annoying person) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Susan's always complaining about everything; she's a real pill. |
χνούδιnoun (fuzz ball on fabric) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I have worn this sweater so many times, it is covered in pills. |
βγάζω χνούδιintransitive verb (fabric: develop fuzz balls) Washing woollen garments inside out can prevent them pilling. |
αντισυλληπτικό χάπιnoun (contraceptive tablet) (συνήθως πληθυντικός) Women take the birth control pill to avoid getting pregnant. |
δύσκολοςnoun (figurative ([sth] unpleasant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Losing his job was a bitter pill for Andrew to swallow. |
πλασέμποnoun (placebo: tablet with no effect) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) He credited the medicine for curing his insomnia, but they were really nothing more than dummy pills. |
χάπι προγεστερόνηςnoun (contraceptive pill) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
το χάπι της επόμενης ημέρας(emergency contraceptive) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αναλγητικό, παυσίπονοnoun (analgesic tablet, painkiller) I took a pain pill for my headache. |
έντομο της οικογένειας Armadillidiidae(crustacean) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χάπι με δηλητήριοnoun (espionage: suicide pill) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τακτική υποτίμησης εταιρείας για να αποφύγει την εξαγοράnoun (figurative (finance: tactic to avoid takeover) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αυτός που παίρνει πολλά φάρμακαnoun (slang (person: takes many pills) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) My boss was given pain medication following his operation; now he has turned into a bit of a pill popper. |
υπνωτικό χάπιnoun (sedative drug in pill form) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He couldn't sleep at all without taking sleeping pills. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς να πάρει υπνωτικά χάπια. |
κτ που χρυσώνει το χάπιnoun (figurative ([sth] made superficially more pleasant) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm sure these new job titles are just a sugar-coated pill. Είμαι σίγουρος ότι αυτοί οι νέοι τίτλοι εργασίας είναι απλά για να μας χρυσώνουν το χάπι. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pill στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του pill
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.