Τι σημαίνει το picar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης picar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του picar στο ισπανικά.
Η λέξη picar στο ισπανικά σημαίνει προκαλώ φαγούρα, προκαλώ φαγούρα, έχω φαγούρα, ραμφίζω, τσιμπάω, τσιμπώ, κάνω κτ κιμά, τσιμπάω, τσιμπολογάω, τσιμπολογάω, τσιμπάω, τσιμπάω, τσιμπώ, δακτυλογραφώ, ψιλοκόβω, κόβω σε μικρά κομμάτια, κόβω, τεμαχίζω, ξύνω, τρυπώ, θρυμματίζω, τσιμπολογάω, τσιμπολογώ, τσιμπάω, τσιμπώ, ψιλοκόβω, κόβω σε κομματάκια, τσιμπολογάω, τσιμπολογώ, φαγουρίζω, ξύνω, σπάω, σπάζω, κινώ, ακυρώνω το εισιτήριο, κόβω κτ σε κιμά, κάνω κτ κιμά, ντριπλάρω, ψιλοκόβω, τσιμπολογάω, τσιμπολογώ, κατευθύνομαι, δαγκώνω, σκουντάω, σκουντώ, κόβω κομματάκια, μυρμηγκιάζω, τσιτώνω, τσιτώνομαι, τσιμπάω, τσιμπώ, σνακ, φαγητό το οποίο μπορεί να φαγωθεί χωρίς μαχαιροπήρουνα, σανίδα κοπής, τσιμπάω, σανίδα κοπής κρέατος/λαχανικών, τσιλιμπουρδίζω, γκομενίζω, ρίχνω δόλωμα, κάνω κτ να αναπηδήσει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης picar
προκαλώ φαγούραverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un sarpullido pica horriblemente. Το εξάνθημα με έτρωγε αφόρητα. |
προκαλώ φαγούραverbo intransitivo (ropa) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nueva falda de Sarah era áspera y picaba desagradablemente. Το καινούργιο πουκάμισο της Σάρας ήταν τραχύ και την φαγούριζε πολύ. |
έχω φαγούραverbo intransitivo (la piel) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Esta varicela me está volviendo loco, me pica todo el cuerpo. Η ανεμοβλογιά μου τη δίνει. Έχω φαγούρα παντού. |
ραμφίζω, τσιμπάω, τσιμπώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siempre me da la sensación de que las palomas están picoteando. Τα περιστέρια μου φαίνεται πάντα ότι ραμφίζουν. |
κάνω κτ κιμά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Maggia molió la carne para las hamburguesas mientras Tom prendía la parrilla. Η Μάγκι έκανε το κρέας κιμά για τα μπιφτέκια όσο ο Τομ άναβε το γκριλ. |
τσιμπάω, τσιμπολογάω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando está aburrida, Maggie come barras de chocolate. Η Μάγκυ τρώει σοκολάτες όταν βαριέται. |
τσιμπολογάω, τσιμπάω(coloquial) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Picotea la comida desde que perdió el apetito durante su enfermedad. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τσιμπάει το μεσημέρι και τρώει πλήρες γεύμα το βράδυ. |
τσιμπάω, τσιμπώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No toques la planta, pincha. Μην αγγίζεις εκείνο το φυτό, τσιμπάει. |
δακτυλογραφώverbo transitivo (coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Picó el último capítulo de su novela en tiempo récord. |
ψιλοκόβω, κόβω σε μικρά κομμάτιαverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pique las cebollas y añádalas a la sartén. Ψιλοκόψτε τα κρεμμύδια και προσθέστε τα στο τηγάνι. |
κόβω, τεμαχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pica la cebolla antes de agregarlas al guiso. Ψιλοκόψτε το κρεμμύδι πριν το προσθέσετε στο στιφάδο. |
ξύνω(por accidente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El repartidor picó la pared por accidente cuando trajo la cama. Ο μεταφορέας έξυσε κατά λάθος τον τοίχο όταν έφερε μέσα το κρεβάτι. |
τρυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El conductor de bus picó el boleto de Jane. Ο οδηγός του λεωφορείου χτύπησε το εισιτήριο της Τζέιν. |
θρυμματίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pica el hielo en una licuadora. Θρυμμάτισε τον πάγο σε ένα μπλέντερ. |
τσιμπολογάω, τσιμπολογώ, τσιμπάω, τσιμπώverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi hija no come mucho en las comidas, prefiere picar. Η κόρη μου δεν τρώει μεγάλα γεύματα. Προτιμά να τσιμπολογά. |
ψιλοκόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El cocinero picó algunas patatas para hacer el desayuno. Ο μάγειρας ψιλόκοψε λίγες πατάτες για πρωινό. |
κόβω σε κομματάκια(κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pica el hielo antes de meterlo en los vasos. |
τσιμπολογάω, τσιμπολογώ(PR, ES) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Vas a comer o solamente vas a picar? |
φαγουρίζω, ξύνωverbo intransitivo (καθομ: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Este suéter pica! |
σπάω, σπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él picó la roca cuidadosamente para sacar el fósil. |
κινώ(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los extraños sonidos que venían del otro lado de la pared picaron la curiosidad de Audrey. |
ακυρώνω το εισιτήριο(ES, coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No me han ticado el billete, me sirve para mañana. |
κόβω κτ σε κιμά, κάνω κτ κιμά(carne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Karen molió carne para hacer salchichas. Η Κάρεν έκανε λίγο κρέας κιμά για λουκάνικα. |
ντριπλάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La niña estaba botando una pelota mientras caminaba por la calle. |
ψιλοκόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard troceó las verduras para la sartén. Ο Ρίτσαρντ ψιλόκοψε τα λαχανικά για το τηγάνι. |
τσιμπολογάω, τσιμπολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen mordisqueaba la comida lentamente. Η Κάρεν τσιμπολογούσε αργά το φαγητό. |
κατευθύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El camino tiende hacia el sur. |
δαγκώνω(dientes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La serpiente le mordió la pierna de repente. |
σκουντάω, σκουντώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pícalo con el codo y se despertará. Σκούντηξέ τον με τον αγκώνα σου και θα ξυπνήσει. |
κόβω κομματάκια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vas a tener que cortar el pollo en pedazos más pequeños si quieres que te alcance para todos. Εάν θέλεις να τους ταΐσεις όλους, πρέπει να κόψεις το κοτόπουλο σε πιο μικρά κομματάκια. |
μυρμηγκιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La piel de mis brazos cosquilleaba y me dio un escalofrío. Τα χέρια μου μυρμήγκιασαν, κι άρχισα να τουρτουρίζω. |
τσιτώνω, τσιτώνομαι(καθομ, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pude ver que se ponía a la defensiva ante la posibilidad de que la culparan del incidente. |
τσιμπάω, τσιμπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La avispa picó a Maggie en la pierna. Η σφήκα τσίμπησε τη Μάγκι στο πόδι. |
σνακ(αυτό που τρώω) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
φαγητό το οποίο μπορεί να φαγωθεί χωρίς μαχαιροπήρουνα(coloquial) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Voy a servir comida para picar en la fiesta para no lavar. |
σανίδα κοπής
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si cortas carne en la tabla de picar, es necesario lavarla muy bien antes de usarla para verduras. |
τσιμπάω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σανίδα κοπής κρέατος/λαχανικών(μαγειρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Preparó la tabla para cortar la zanahoria en finas julianas. |
τσιλιμπουρδίζω, γκομενίζωexpresión (coloquial, figurado) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ella no empezó a picar de flor en flor sino hasta el tercer año de matrimonio. Άρχισε να γκομενίζει τον τρίτο χρόνο του γάμου της. |
ρίχνω δόλωμα(informal) (μεταφορικά: σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El policía encubierto hizo picar al criminal y lo pilló cometiendo el crimen. Ο αστυνομικός με πολιτικά έριξε δόλωμα στον κακοποιό και τον έπιασε να διαπράττει το έγκλημα. |
κάνω κτ να αναπηδήσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Catherine rebotaba la pelota en el costado del edificio. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του picar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του picar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.