Τι σημαίνει το petting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης petting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του petting στο Αγγλικά.

Η λέξη petting στο Αγγλικά σημαίνει φιλιά και χάδια, χάιδεμα, κατοικίδιο, χαϊδεύω, κατοικίδιος, αγαπημένος, αγαπημένος, καρδούλα μου, ψυχούλα μου, φασώνομαι, χαμουρεύομαι, καλομαθαίνω, ποζιτρονική τομογραφία, χάδια και φιλιά, ζωολογικός κήπος όπου τα παιδιά μπορούν να χαϊδέψουν τα ζώα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης petting

φιλιά και χάδια

noun (kissing and cuddling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The couple's petting was inappropriate in the shopping mall.

χάιδεμα

noun (stroking: an animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cindy's clothes were full of hair from all the petting of her cat.

κατοικίδιο

noun (domestic animal) (για ζώο)

She has three pets: a dog and two cats.
Έχει τρία κατοικίδια: ένα σκύλο και δύο γάτες.

χαϊδεύω

transitive verb (caress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I could feel the dog's thick fur when I petted him.
Ένιωσα την πυκνή γούνα του σκύλου καθώς τον χάιδευα.

κατοικίδιος

adjective (domesticated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Caroline keeps three pet snakes.
Η Κάρολαϊν έχει τρία κατοικίδια φίδια.

αγαπημένος

adjective (favourite)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Advising the new employees is his pet project.
Το να συμβουλεύει τους νέους υπαλλήλους είναι το αγαπημένο του πρότζεκτ.

αγαπημένος

noun (favourite person)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Bobby is the boss's pet.
Ο Μπόμπυ είναι ο αγαπημένος του αφεντικού.

καρδούλα μου, ψυχούλα μου

noun (informal, UK (term of affection) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hello, pet, how are you today?
Γεια σου, αγάπη μου, πώς είσαι σήμερα;

φασώνομαι, χαμουρεύομαι

intransitive verb (couple: touch sexually) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The lifeguard told the couple off for petting in the swimming pool.
Ο ναυαγοσώστης επέπληξε το ζευγάρι επειδή χαμουρεύονταν στην πισίνα.

καλομαθαίνω

transitive verb (person: treat well)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elizabeth was coddled and petted throughout her childhood.

ποζιτρονική τομογραφία

noun (acronym (medicine) (ιατρική)

χάδια και φιλιά

noun (kissing and cuddling)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When we were teenagers we frequently engaged in heavy petting, but never actually had intercourse.

ζωολογικός κήπος όπου τα παιδιά μπορούν να χαϊδέψουν τα ζώα

noun (place where children can pet animals)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του petting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.