Τι σημαίνει το perder στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης perder στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perder στο πορτογαλικά.
Η λέξη perder στο πορτογαλικά σημαίνει χάνω, χάνω, χάνω, στερώ, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, βγαίνω ζημιωμένος, παραπετώ, χάνω, παραχώνω, παραπετάω, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, χάνω, μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια, χάνω, ρίχνω, ξεπερνάω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χάνομαι, ξεσυνηθίζω, παρακοιμάμαι, χάνομαι, φεύγω, χάνομαι, ξεμακραίνω, ξεθωριάζω, σβήνω, κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, παρεκκλίνω από κτ, ερωτεύομαι, παρεκκλίνω, αδυνατίζω, φλιπάρω, τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο, χάνω έδαφος, αδυνατίζω, που έχει μείνει άφωνος, που έχει χάσει τα λόγια του, απελπίζομαι, χάνω κτ/κπ από τα μάτια μου, δεν παρακολουθώ, τα χάνω, χάνω τα λογικά μου, χάνω την ψυχραιμία μου, χάνω την ευκαιρία, δεν χάνω κπ/κτ από τα μάτια μου, χάνω βάρος, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω μούσκεμα, αγχώνομαι, γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενών, χάνω την ευκαιρία, χάνω τη στύση, χάνω την αυτοπεποίθηση μου, αποσυντονίζω, χάνω την ευκαιρία, χάνω την ευκαιρία, χάνω θερμότητα, δεν πιάνω το νόημα, χάνω επαφή, τρελαίνομαι, δε χάνω κάτι, δε χάνω τίποτα, τα παίζω, τα χάνω, χάνω επαφή, φέρνω κπ στα άκρα, ωθώ κπ στα άκρα, κάνω κοπάνα, xάνω την εκτίμηση, χάνω την ευκαιρία, χάνω τα λογικά μου, εκτροχιάζομαι, αποκαρδιώνομαι, καθυστερώ, χρονοτριβώ, χασομεράω, ξεκουρδίζομαι, κοιτάω το κενό, κοιτάζω το κενό, χαζεύω, χαζολογώ, χασομερώ, μένω πίσω, χάνομαι σε, είμαι απορροφημένος από, χάνω στον τζόγο, χάνω τις ελπίδες μου, εγκαταλείπω κάθε ελπίδα, χάνω ορμή, χάνω χρόνο, χάνω το χρώμα μου, χάνω τη συγκέντρωση μου, ξεπερνιέμαι, χάνω την υπομονή μου, εξασθενώ, χάνω βάρος, χάνω τα ίχνη του, χάνω τον έλεγχο, χάνω τις αισθήσεις μου, παραιτούμαι, χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ, χάνω, χάνω το λεωφορείο, δεν χάνω, εκνευρίζομαι, χάνω τον έλεγχο, χάνω χτύπους, κατατροπώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης perder
χάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele perdeu as chaves. Έχασε τα κλειδιά του. |
χάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles sabiam que iam perder o jogo. Ήξεραν ότι θα έχαναν τον αγώνα. |
χάνω(privilégio, direito) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles perderam o direito de usar a biblioteca porque eles eram muito barulhentos. Έχασαν (or: Στερήθηκαν) το δικαίωμά να χρησιμοποιούν τη βιβλιοθήκη γιατί έκαναν πολλή φασαρία. |
στερώverbo transitivo (causar a perda de) (κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A falta de pontualidade o fez perder o emprego. Η έλλειψη συνέπειας τού στέρησε (or: κόστισε) τη δουλειά του. |
χάνωverbo transitivo (financeiramente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nós perdemos mil dólares no mercado de ações. Χάσαμε χίλια δολάρια στο χρηματιστήριο. |
χάνωverbo transitivo (alguém: por morte) (μτφ, ευφημισμός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela perdeu o marido devido ao câncer dois anos atrás. Έχασε τον σύζυγό της από καρκίνο πριν από δύο χρόνια. |
χάνω(não fazer proveito) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se você não agir agora, estará perdendo uma grande oportunidade. Αν δεν ενεργήσεις τώρα, θα χάσεις μια πολύ σημαντική ευκαιρία. |
χάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tem certeza que não quer vir? Não queria que você perdesse a oportunidade. Σίγουρα δεν θέλεις να έρθεις; Δεν θα ήθελα να το χάσεις. |
βγαίνω ζημιωμένοςverbo transitivo (figurado, ter desvantagem) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Aja agora ou você pode perder no longo prazo. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ομάδα έχασε την ευκαιρία να παίξει στον τελικό. |
παραπετώ, χάνωverbo transitivo (esquecer de onde colocou) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραχώνω, παραπετάωverbo transitivo (esquecer onde colocou) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ao casar-se com uma divorciada, o rei perdeu o direito ao trono. Καθώς παντρεύτηκε μια χωρισμένη, ο βασιλιάς στερήθηκε τα δικαιώματά του για τον θρόνο. |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pete dormiu tarde e perdeu o encontro. Ο Πιτ παρακοιμήθηκε και έχασε το μίτινγκ. |
χάνωverbo transitivo (deixar passar, não aproveitar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não perca esta oportunidade fantástica de poupar dinheiro! Μη χάσετε αυτήν την φανταστική ευκαιρία να εξοικονομήσετε χρήματα! |
χάνωverbo transitivo (pontos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O Red Sox perdeu dois jogos para o Yankees ontem. |
χάνωverbo transitivo (peso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você vai perder vários quilos com essa dieta. |
μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πιαverbo transitivo (roupas, por crescimento) (ρούχο, παπούτσι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Crianças nessa idade perdem as roupas mais facilmente. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας μεγαλώνουν και πολύ γρήγορα δεν τους κάνουν πια τα ρούχα τους. |
χάνωverbo transitivo (dinheiro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele perdeu milhares de dólares em jogo na semana passada. |
ρίχνωverbo transitivo (folhagem) (για δέντρο, φυτό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As árvores perdem as folhas no final do verão. |
ξεπερνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Ρίτσαρντ ξεπέρασε τη συνήθεια να πιπιλάει τον αντίχειρά του. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(jogo) Audrey venceu a partida quando seu oponente falhou. |
χάνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεσυνηθίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακοιμάμαι(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χάνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu me perdi tentando encontrar sua casa; todas as ruas parecem iguais aqui. Χάθηκα προσπαθώντας να βρω το σπίτι σου· όλοι οι δρόμοι εδώ γύρω μοιάζουν. |
φεύγω, χάνομαι, ξεμακραίνωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não se perca. Fique com o grupo. Μην χαθείς. Μείνε με την ομάδα. |
ξεθωριάζω, σβήνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Enquanto o carro entrava no túnel, o sinal do rádio desvanecia. Καθώς το αυτοκίνητο έμπαινε στο τούνελ, το σήμα του ραδιοφώνου άρχισε να χάνεται. |
κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα(figurado) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você estragou completamente nossa apresentação de negócios. Τα έκανες θάλασσα στην παρουσίαση της επιχείρησης. |
παρεκκλίνω από κτverbo pronominal/reflexivo (figurado) (αρχές, στόχοι, προσανατολισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η πιτσαρία έχασε το παιχνίδι με τους καταναλωτές νεαρής ηλικίας. |
ερωτεύομαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παρεκκλίνω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Márcia virou conselheira para ajudar adolescentes que se desviam. |
αδυνατίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nessa época do ano, as revistas para mulheres ficam cheias de artigos sobre como emagrecer para o verão. Αυτήν την περίοδο του χρόνου τα γυναικεία περιοδικά είναι γεμάτα με άρθρα σχετικά με το πώς θα αδυνατίσετε για το καλοκαίρι. |
φλιπάρω(BRA, gíria) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ryan pirou totalmente e atacou seu padrinho. Ο Ράιαν τα έχασε εντελώς και επιτέθηκε στον πατριό του. |
τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο(BRA, gíria) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ben pirou quando seu amigo o dedurou. Ο Μπεν τα πήρε όταν τον κάρφωσε ο φίλος του. |
χάνω έδαφος(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αδυνατίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
που έχει μείνει άφωνος, που έχει χάσει τα λόγια του(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απελπίζομαιlocução verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ao procurar emprego, a chave é não perder as esperanças. |
χάνω κτ/κπ από τα μάτια μουexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν παρακολουθώexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα χάνω, χάνω τα λογικά μουexpressão verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω την ψυχραιμία μουexpressão verbal (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω την ευκαιρίαexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν χάνω κπ/κτ από τα μάτια μουexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω βάρος(reduzir peso corporal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω μούσκεμα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγχώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενώνexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω την ευκαιρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν βρεθείς στο Λονδίνο δεν πρέπει να χάσεις την ευκαιρία να επισκεφτείς το Παλάτι του Μπάγκιγχαμ. Μπες στην ουρά γιατί θα χάσεις την ευκαιρία να πάρεις αυτόγραφό της. |
χάνω τη στύση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάνω την αυτοπεποίθηση μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποσυντονίζωexpressão verbal (alguém) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χάνω την ευκαιρία
|
χάνω την ευκαιρία
|
χάνω θερμότηταexpressão verbal (permitir o calor ser liberado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν πιάνω το νόημαexpressão verbal |
χάνω επαφήlocução verbal |
τρελαίνομαι(enlouquecer) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δε χάνω κάτι, δε χάνω τίποταexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δε χάνεις τίποτα να κάνεις αίτηση στο πανεπιστήμιο. |
τα παίζω, τα χάνω(figurado: ficar descontrolado) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω επαφήexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φέρνω κπ στα άκρα, ωθώ κπ στα άκρα(fazer alguém perder o autocontrole) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κοπάνα(perder uma lição escolar, matar aula) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
xάνω την εκτίμηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάνω την ευκαιρίαexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω τα λογικά μου(figurado: perder a sanidade) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτροχιάζομαιexpressão (figurado, informal) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποκαρδιώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καθυστερώ, χρονοτριβώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χασομεράω(καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεκουρδίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κοιτάω το κενό, κοιτάζω το κενόexpressão verbal (olhar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαζεύω, χαζολογώ, χασομερώexpressão verbal (gíria, vulgar, ofensivo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Σταμάτα να χαζεύεις και ξεκίνα τα μαθήματά σου! |
μένω πίσω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se eu não estudar por duas horas todas as noites, eu corro o risco de ficar para trás com meus trabalhos de casa. Αν δεν μελετάω δύο ώρες κάθε βράδυ, κινδυνεύω να μείνω πίσω με τα μαθήματα για την τάξη μου. |
χάνομαι σε, είμαι απορροφημένος απόverbo pronominal/reflexivo (ficar absorvido em) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω στον τζόγοexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Έχασε στον τζόγο τα χρήματα για το ενοίκιο του επόμενου μήνα. |
χάνω τις ελπίδες μου, εγκαταλείπω κάθε ελπίδαexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Os parentes do desaparecido dizem que ainda não é hora de perder a esperança. |
χάνω ορμήexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάνω χρόνοexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω το χρώμα μουlocução verbal (empalidecer) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω τη συγκέντρωση μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεπερνιέμαιexpressão verbal (ficar antiquado, fora de moda) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χάνω την υπομονή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξασθενώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χάνω βάρος(emagrecer) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se você quer perder peso, coma menos e faça mais exercícios. Αν θέλεις να χάσεις βάρος, να τρως λιγότερο και να ασκείσαι περισσότερο. |
χάνω τα ίχνη τουexpressão verbal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Onde chegamos com esse projeto? Perdi a noção. |
χάνω τον έλεγχοexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω τις αισθήσεις μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραιτούμαιlocução verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A equipe nunca perdeu as esperanças de vitória. |
χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χάνω το λεωφορείοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν χάνωexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκνευρίζομαι(ficar irritado, incomodado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χάνω τον έλεγχοexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω χτύπουςexpressão verbal (ritmo: perder uma batida) (κυριολεξία: καρδιά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατατροπώνομαι(figurado, informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perder στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του perder
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.