Τι σημαίνει το partout στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης partout στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του partout στο Γαλλικά.
Η λέξη partout στο Γαλλικά σημαίνει παντού, όλα, παντού, οπουδήποτε, παντού, παντού, παντού, πάνω κάτω, παντού, παντού, οπουδήποτε, παντού, παντού, γύρω, τριγύρω, όλα, παντού, παγκοσμίως, παντού, οπουδήποτε, μέτριος, μέσος, πασπαρτού, αντικλείδι, κεντρικό κλειδί, πασπαρτού, πασπαρτού, χώνω παντού τη μύτη μου, τοποθετώ, βάση, πασπαρτού, πασπαρτού, πασπαρτού, αδιάκριτος, σε όλη τη χώρα, που δεν έχει κορνίζα, κορνιζαρισμένος, οπουδήποτε, όπου, σχεδόν παντού, από παντού, παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο, πριόνι, που έχει μπει στην καθημερινότητά μου, από την αρχή μέχρι το τέλος, καθ' όλη τη διάρκεια, δεν τα προλαβαίνω όλα, τα κάνω χάλια, τα κάνω μούσκεμα, τα κάνω θάλασσα, σκαλίζω, τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού, ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο, χώνω τη μύτη μου, ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε, τρέχω, τρέχω ελεύθερα, ακολουθώ, κορνιζαρισμένος, σε όλη τη χώρα, σε όλο το κατάστημα, σε ολόκληρο το κατάστημα, στερεότυπη φράση, τρέχω, παρακολουθώ, κατασκοπεύω, πριονίζω, που αναπηδά εύκολα, οπουδήποτε, όπου, τσαλαβουτάω, τρέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης partout
παντούadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les moustiques étaient partout. Il n'y avait pas moyen de leur échapper. Τα κουνούπια ήταν παντού. Δεν μπορούσαμε να τους κρυφτούμε πουθενά. |
όλα(Sports : résultats) (μεταφορικά: για σκορ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le score est de trente partout pour l'instant. Αυτή τη στιγμή, το σκορ είναι τριάντα όλα. |
παντού, οπουδήποτεadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je l'ai cherché partout mais je ne l'ai pas trouvé. |
παντούadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les prix ont augmenté partout. Οι τιμές αυξήθηκαν παντού. |
παντούadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'ai cherché mes clés partout, mais je ne les ai pas trouvées. Κοίταξα παντού αλλά ακόμα δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου. |
παντού, πάνω κάτωadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J’ai cherché mes lunettes partout mais je ne les ai pas trouvées. |
παντούadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Prague est une ville absolument charmante : il y a de vieux bâtiments partout. |
παντού, οπουδήποτεadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παντούadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le pétrole sur le site de l'accident du camion-citerne se répand maintenant partout. Το πετρέλαιο από τα συντρίμμια του δεξαμενόπλοιου απλώνεται τώρα παντού. |
παντούadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous avons cherché partout pour retrouver cette chaussure manquante. Les gens viennent de partout pour voir ce garçon surdoué jouer du piano. |
γύρω, τριγύρωadverbe (προς κάθε κατεύθυνση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Regarde partout et note tout ce que tu peux voir. Κοίτα γύρω (or: τριγύρω) και σημείωσε ό,τι βλέπεις. |
όλαadverbe (score) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le score était de six partout à la fin. Το τελικό σκορ ήταν έξι όλα. |
παντούadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παγκοσμίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παντού
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ces pubs sont incontournables : on les voit dans toutes les pages avec Google ads. |
οπουδήποτε(avec une négation) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous n'avons trouvé mes clés nulle part. Δεν έβρισκα πουθενά τα κλειδιά μου. |
μέτριος, μέσοςadjectif invariable (figuré) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le groupe a délaissé ses expérimentations musicales pour un son plus passe-partout, histoire de vendre plus de disques. |
πασπαρτούnom masculin invariable (κλειδί) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αντικλείδι, κεντρικό κλειδίnom masculin invariable (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πασπαρτούnom masculin invariable (bordure sur une planche) (ζαργκόν: φωτογραφία) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πασπαρτούnom masculin invariable (clé) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
χώνω παντού τη μύτη μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je n'ose pas quitter des yeux mon petit garçon de deux ans parce que c'est un vrai touche-à-tout. |
τοποθετώ(une pièce, une exposition) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο επιμελητής τοποθέτησε το κόσμημα στην είσοδο του μουσείου. |
βάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Το πετράδι τοποθετήθηκε σε χρυσή βάση. |
πασπαρτούnom masculin invariable (cadre de carton pour photos) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πασπαρτούnom masculin invariable (papier pour montage photo) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πασπαρτούnom masculin invariable (bordure de photo) (ζαργκόν: φωτογραφία) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La photo étant trop petite pour le cadre, Tom l'a placée dans un passe-partout. |
αδιάκριτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Πωλ προσπαθούσε να κρατά τους αδιάκριτους γείτονες έξω από τον κήπο του. |
σε όλη τη χώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
που δεν έχει κορνίζαlocution adjectivale (photo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κορνιζαρισμένοςlocution adjectivale (image) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
οπουδήποτε, όπουconjonction (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Je te suivrai où que tu ailles (or: partout où tu iras). Οπουδήποτε (or: Όπου) κι αν πας, θα σε ακολουθήσω. |
σχεδόν παντούadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Avant, il n'y avait pas de supermarchés dans cette ville mais maintenant, il y en a pratiquement partout. |
από παντούadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le prix des denrées alimentaires de base a augmenté à travers le monde. |
πριόνιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που έχει μπει στην καθημερινότητά μουlocution adjectivale (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Toutes ses actrices célèbres sont très connues de tous. Le footballeur David Beckham est maintenant très connu de tous. |
από την αρχή μέχρι το τέλος, καθ' όλη τη διάρκεια(temps) (χρονική διάρκεια) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δεν τα προλαβαίνω όλα(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne peux pas être partout à la fois alors quelqu'un va devoir m'aider. |
τα κάνω χάλια, τα κάνω μούσκεμα, τα κάνω θάλασσα(familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu peux inviter tes copains ce soir si tu promets de ne pas mettre le bazar. |
σκαλίζωverbe intransitif (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je furetais dans sa chambre quand j'ai trouvé cette photo. Σκάλιζα στο δωμάτιο του και βρήκα αυτή τη φωτογραφία. |
τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντούverbe transitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On a cherché partout, impossible de le trouver. |
χώνω τη μύτη μου, ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσειςverbe intransitif (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai cherché dans ma valise sans pouvoir trouver mon passeport. |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous voulions un jardin où les enfants pourraient courir dans tous les sens et jouer. Θέλαμε έναν κήπο όπου τα παιδιά θα μπορούσαν να τρέχουν και να παίζουν. |
τρέχω ελεύθεραlocution verbale Les enfants couraient partout (or: couraient dans tous les sens), tout excités. |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il m'a suivi partout toute la journée. |
κορνιζαρισμένοςlocution adjectivale (image) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Trudy accrocha des tirages montés sur des passe-partout aux murs. Η Τρούντι κρέμασε μερικές κορνιζαρισμένες αφίσες στους τοίχους. |
σε όλη τη χώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε όλο το κατάστημα, σε ολόκληρο το κατάστημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στερεότυπη φράση(λίγες λέξεις) |
τρέχωlocution verbale (familier) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παρακολουθώ, κατασκοπεύωverbe transitif (με εμμονή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kirsty est allée voir la police parce que son ex petit copain la suivait partout. Η Κέρστυ πήγε στην αστυνομία καθώς ο πρώην της την παρακολουθούσε. |
πριονίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που αναπηδά εύκολαlocution adjectivale (balle, ballon) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La balle était trop gonflée et rebondissait partout. |
οπουδήποτε, όπουconjonction (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Où que nous allions en vacances, il pleut toujours. |
τσαλαβουτάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρέχω(familier) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του partout στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του partout
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.