Τι σημαίνει το parking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parking στο Αγγλικά.

Η λέξη parking στο Αγγλικά σημαίνει παρκάρισμα, πάρκινγκ, πάρκο, παρκάρω, παρκάρω, γήπεδο, στάδιο, δρυμός, πάρκο, παρκάρω, απαγορεύεται η στάθμευση, ιδιωτικό πάρκινγκ, στάθμευση στον δρόμο, παράλληλο παρκάρισμα, κολωνάκι, χειρόφρενο, πρόστιμο παράνομης στάθμευσης, κτίριο πάρκινγκ, πάρκινγκ, παρκόμετρο, χώρος για πάρκινγκ, θέση πάρκινγκ, κλήση για παράνομο παρκάρισμα, δωρεάν στάθμευση με αγορά ή χρήση υπηρεσίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parking

παρκάρισμα

noun (act of parking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
People are often irritated by bad parking.

πάρκινγκ

noun (space to park)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I drive to work as my office has parking, so I don't have to pay for a public car park.

πάρκο

noun (recreational land)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a park with some swings and a field a few blocks from home.
Υπάρχει ένα πάρκο με κούνιες μερικά τετράγωνα πιο πέρα.

παρκάρω

transitive verb (place: a vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She parked the car and got out.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο και βγήκε.

παρκάρω

intransitive verb (place a vehicle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She parked and got out of the car.
Πάρκαρε και βγήκε από το αυτοκίνητο.

γήπεδο, στάδιο

noun (US (sports stadium)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The baseball slugger hit the ball out of the park.

δρυμός

noun (preserve) (εθνικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Grand Canyon is one of our largest national parks.

πάρκο

noun (UK (land around country house)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Duke went for a walk around the park.

παρκάρω

transitive verb (slang, figurative (place, deposit: [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He parked his backside in the armchair and fell asleep.

απαγορεύεται η στάθμευση

noun (written (parking prohibition)

ιδιωτικό πάρκινγκ

noun (private parking area)

στάθμευση στον δρόμο

noun (not in a drive)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παράλληλο παρκάρισμα

noun (parking along curb in line with other vehicles)

Parallel parking is one of the required manoeuvres in the driving test.

κολωνάκι

noun (UK (post designating parking area) (χώρου στάθμευσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χειρόφρενο

noun (US (hand brake in a vehicle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You should always remember to set the parking brake when you park on a hill.

πρόστιμο παράνομης στάθμευσης

noun (penalty fee for an offence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Parking fines issued by private agencies are not legally enforceable.

κτίριο πάρκινγκ

noun (multi-storey lot)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάρκινγκ

noun (vehicle parking area)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Those high-school kids like to hang out in the parking lot and drink beer.
Σε αυτά τα λυκειόπαιδα αρέσει να αράζουν στο πάρκινγκ και να πίνουν μπύρες.

παρκόμετρο

noun (coin fed timer for parking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Audrey searched the bottom of her bag to find some coins for the parking meter.

χώρος για πάρκινγκ

noun (marked area for parking a vehicle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Searching for a parking space is not easy in a busy city.

θέση πάρκινγκ

noun (place to park a car)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's difficult to find a parking spot at the weekend.
Είναι δύσκολο να βρεις θέση πάρκινγκ το Σαββατοκύριακο.

κλήση για παράνομο παρκάρισμα

noun (written notice of a parking violation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you let the meter run out, they're likely to give you a parking ticket.

δωρεάν στάθμευση με αγορά ή χρήση υπηρεσίας

noun (free parking for customers)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του parking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.