Τι σημαίνει το o στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης o στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του o στο πορτογαλικά.
Η λέξη o στο πορτογαλικά σημαίνει ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο, η, το, ο ιδανικός, ο καλύτερος, έϊ, ε, επ, Ο, τον, Δ, Ο, σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός, καλούτσικος, καλούτσικος, ολόψυχα, ό,τι νά 'ναι, εκτός δρόμου, εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλά, Συγγνώμη;, Με συγχωρείτε;, Παρακαλώ;, κατασκευή, φάκελος στήριξης, φάκελος ανάρτησης, ονειροπόληση, μετατροπή σε δεκαδικό σύστημα, κορυφαίος, που αξίζει τα λεφτά του, τζάμπολ, ερυθρή μετατόπιση, όλοι, ξεσυνηθίζω, πηδιέμαι, πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα, θέτω όριο, διαμαρτύρομαι, πατάω πόδι, κερδίζω την πρώτη θέση, βρίσκω το γινόμενο, πιάνω την καλή, σκαλίζω, ξερνώ, ξερνοβολώ, δίνω συμβουλή χωρίς να μου ζητηθεί, ξερνάω, ξερνώ, ξερνοβολώ, φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα, παραιτούμαι, αποσύρομαι, κωλώνω, ξερνάω, κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα, κινώ το ενδιαφέρον σε κπ, κινώ την περιέργεια σε κπ, αποσυντονίζω, αποσταθεροποιώ, αναφέρω, διορθώνω, διασαφηνίζω, εντάξει, σύμφωνοι, παίρνω μια ανάσα, ενημερώνω κπ για κτ, σκάω στο φαΐ, τρώω μέχρι σκασμού, θρηνώ, πενθώ, φεύγω, φτάνω τα όρια, πάω ως το τέρμα, αποφεύγω, παίζω, μανταλώνω, κολακεύω, ξεσκονίζω, κάνω προξενιό σε κπ, κριτικάρω, ασκώ κριτική, κάνω κτ πιο ήπιο, εντάξει, καλά, για το πρόσωπο, χαμογελάστε, χτυπάω, χτυπώ, τρώω πολύ, -, κάνω παρέα με κπ, χτυπώ με ρόπαλο, ανεβάζω, που, επεμβαίνω σε κτ, παρεμβαίνω σε κτ, μυρίζω, σκιαγραφώ το προφίλ κάποιου, εντάξει, προσωπικά, φλιπάρω, παρατάω, παρατώ, πειράζω, μέτριος, χτυπάω το πόδι μου, τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο, πειράζω κπ για κτ, εντάξει, καλά, ανακάτεμα, εκπαιδεύω, εντάξει, καλά, σύμφωνοι, βγάζω το κουκούτσι, δίνω το OK, λέω OK, μπουκώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης o
ο, η, το
(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) O menino foi passear. // Os gatos estavam todos miando alto. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το αγόρι πήγε μια βόλτα. |
ο, η, το(antes de nome próprio) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Eu sou parte da igreja Católica. Είμαι μέρος της καθολικής εκκλησίας. |
ο, η, το
(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) A lua está brilhando forte hoje à noite. Το φεγγάρι είναι πολύ φωτεινό απόψε. |
ο, η, το(antes de um título) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) O repórter fez uma pergunta ao presidente. Ο δημοσιογράφος έκανε μια ερώτηση στον Πρόεδρο. |
ο, η, το(antes de superlativo) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Esse foi o teste mais fácil. Αυτό ήταν το ευκολότερο τεστ. |
ο, η, το(representando um todo) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) O jornal tem um papel no futuro na sociedade? Η εφημερίδα έχει θέση στο μέλλον της κοινωνίας μας; |
ο, η, το
(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) A capital do mirtilo nos EUA é o Maine. Η πρωτεύουσα των άγριων μύρτιλων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το Μέιν. |
ο, η, το(para ideia abstrata) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Eu estou interessado nos pobres. Ενδιαφέρομαι για τους φτωχούς. |
ο, η, το(artigo definido: representando parte do corpo) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Este chapéu fica melhor sobre a testa. |
ο, η, το(artigo definido: suficiente) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Quando tiver o dinheiro, comprarei um diamante para você. |
ο ιδανικός, ο καλύτεροςartigo (diante de substantivo: ênfase) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Angelina é o lugar para tomar chocolate quente em Paris. Το καφέ Ατζελίνα είναι το τέλειο μέρος για ζεστή σοκολάτα στο Παρίσι. |
έϊ, ε, επinterjeição (chamado, exclamação) (πρόκληση προσοχής) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Οsubstantivo masculino (14a. letra do alfabeto) (γράμμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Não sei dizer se isso é um O ou um zero. Δε μπορώ να ξεχωρίσω αν αυτό είναι όμικρον ή μηδέν. |
τονpronome (objeto direto de ele) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ela o acompanhou até a estação. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τον πήγε στον σταθμό των τρένων. |
Δsubstantivo masculino (abreviatura: oeste) (συντομογραφία: Δύση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ο(química) (συντομογραφία: χημεία κλπ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) O símbolo do oxigênio em fórmulas químicas é O. Το σύμβολο του οξυγόνου στους χημικούς τύπους είναι το Ο. |
σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλούτσικος(bom o bastante) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλούτσικος(bom o bastante) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ολόψυχα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ό,τι νά 'ναι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκτός δρόμου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Carros de quatro rodas são desenhados para serem dirigidos em todo-o-terreno. |
εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλά(anglicismo, afirmação, aprovação) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) O.k., eu levo o lixo. OK, θα βγάλω τα σκουπίδια. |
Συγγνώμη;, Με συγχωρείτε;, Παρακαλώ;(formal) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
κατασκευή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A feitura é muito mais difícil que a destruição. Η κατασκευή είναι πολύ πιο δύσκολη από την καταστροφή. |
φάκελος στήριξης, φάκελος ανάρτησης(BRA) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Anthony quebrou o braço e tem que usar uma tipoia. Ο Άντονυ έσπασε το χέρι του και πρέπει να φορά έναν φάκελο στήριξης. |
ονειροπόληση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μετατροπή σε δεκαδικό σύστημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κορυφαίος(EUA, gíria) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτός ο υπολογιστής δεν υπάρχει. |
που αξίζει τα λεφτά του
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A viagem teve um ótimo custo-benefício. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι διακοπές άξιζαν τα λεφτά τους. Τα προϊόντα με την επωνυμία του καταστήματος αξίζουν τα λεφτά τους. |
τζάμπολ(μπάσκετ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ερυθρή μετατόπιση
|
όλοι(μόνο πληθυντικός) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Todos querem ir à festa. Όλοι θέλουν να έρθουν στο πάρτι. |
ξεσυνηθίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πηδιέμαι(gíria) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele queria transar, mas ela disse não. |
πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα(inf., fazer sexo com muitas pessoas) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θέτω όριο(restrição) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαμαρτύρομαι, πατάω πόδι(protestar contra algo) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κερδίζω την πρώτη θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω το γινόμενο(matemática) (πολλαπλασιασμός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω την καλή(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκαλίζω(καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Σκάλιζα στο δωμάτιο του και βρήκα αυτή τη φωτογραφία. |
ξερνώ, ξερνοβολώ(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δίνω συμβουλή χωρίς να μου ζητηθεί
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξερνάω, ξερνώ, ξερνοβολώ(καθομιλουμένη: εμετός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραιτούμαι, αποσύρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O presidente do comitê decidiu renunciar por problemas de saúde. Ο πρόεδρος της επιτροπής αποφάσισε να αποσυρθεί (or: παραιτηθεί) λόγω προβλημάτων υγείας. |
κωλώνω(evitar o envolvimento de forma covarde) (αργκό, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξερνάω(καθομιλουμένη, άκομψο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα(figurado) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κινώ το ενδιαφέρον σε κπ, κινώ την περιέργεια σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποσυντονίζω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποσταθεροποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não é boa ideia mencionar política com minha família. Δεν είναι καλή ιδέα να αναφέρεις πολιτικά ζητήματα μπροστά στην οικογένειά μου. |
διορθώνω, διασαφηνίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εντάξει, σύμφωνοιinterjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) "Vamos experimentar o novo restaurante chinês?" "Sim, vamos!" «Να δοκιμάσουμε αυτό το νέο κινέζικο εστιατόριο;» «Ναι, σύμφωνοι!» |
παίρνω μια ανάσα(figurado: fazer um intervalo) (μεταφορικά: διάλειμμα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ενημερώνω κπ για κτ(γνώση) As pessoas estão usando pulseiras este mês para conscientizar a população sobre questões de saúde mental. |
σκάω στο φαΐ, τρώω μέχρι σκασμού(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tania não tinha comido o dia inteiro, por isso ela empanturrou-se assim que teve chance. Η Τάνια δεν είχε φάει όλη μέρα και έτσι έφαγε μέχρι σκασμού μόλις είχε την ευκαιρία. |
θρηνώ, πενθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Toda a nação lamentou quando o presidente foi assassinado. Ολόκληρο το έθνος πενθούσε μετά την δολοφονία του προέδρου. |
φεύγω(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτάνω τα όρια, πάω ως το τέρμα(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω(evitar responsabilizar-se por: algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω(μεταφορικά: με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μανταλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mike trancou a porta quando saiu. Ο Μάικ μαντάλωσε την πόρτα βγαίνοντας. |
κολακεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim tentou lisonjear o chefe dele. Ο Τιμ προσπάθησε να κολακεύσει το αφεντικό του. |
ξεσκονίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα Χριστούγεννα θα πάμε Γαλλία! Ευκαιρία να ξεσκονίσω τα γαλλικά μου. |
κάνω προξενιό σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κριτικάρω, ασκώ κριτική(criticar, desacreditar: ideia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κτ πιο ήπιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Os editores do John o aconselharam a moderar sua polêmica. |
εντάξει, καλά(bem fisicamente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Você está bem? Foi um tombo e tanto. Είσαι OK; Έπεσες άσχημα. |
για το πρόσωπο(produtos para a face) (κρέμα κτλ.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαμογελάστε(sorriso) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O fotógrafo pediu para dizermos, "Xis!". Ο φωτογράφος μας είπε «χαμογελάστε». |
χτυπάω, χτυπώ(σιγανά, ως κάλεσμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os sinos da igreja estavam soando ao longe. Οι καμπάνες της εκκλησίας ηχούσαν πέρα μακριά. |
τρώω πολύ
Ele empanturrou-se de carne e queijo. Έπεσε με τα μούτρα στο κρέας και στο τυρί. |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Έλεγα, έλεγα μέχρι που έπεισα το αφεντικό μου να μου δώσει αύξηση. |
κάνω παρέα με κπ(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χτυπώ με ρόπαλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανεβάζω(ηθικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os aplausos da multidão animaram o time. Οι επευφημίες του κοινού ανέβασαν το ηθικό της ομάδας. |
που(cláusula restritiva) A comida que sobrar será jogada fora. Το φαγητό το οποίο περίσσεψε θα περταχτεί. |
επεμβαίνω σε κτ, παρεμβαίνω σε κτ(intrometer-se em algo) Minha irmã está sempre interferindo na minha vida amorosa. Η αδελφή μου πάντα ανακατεύεται στην ερωτική μου ζωή. |
μυρίζω(detectar pelo cheiro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela farejou alho e sabia que a sua amiga estava cozinhando. Μύρισε σκόρδο, και κατάλαβε οτι μαγείρευε ο φίλος της. |
σκιαγραφώ το προφίλ κάποιου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O livro descreve muitas estrelas da era de ouro de Hollywood. Το βιβλίο παρουσιάζει αρκετούς αστέρες της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ. |
εντάξει(bem emocionalmente) (ανεπίσημο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Você está bem? Parece um pouco estressada hoje. Είσαι εντάξει; Μου φαίνεσαι αγχωμένος σήμερα. |
προσωπικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Αλήθεια πρέπει να φύγω τώρα. Μην το πάρεις προσωπικά σε παρακαλώ. |
φλιπάρω(BRA, gíria) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ryan pirou totalmente e atacou seu padrinho. Ο Ράιαν τα έχασε εντελώς και επιτέθηκε στον πατριό του. |
παρατάω, παρατώ(informal) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark está desconsolado desde que sua namorada terminou com ele. Ο Μαρκ είναι χάλια από τότε που τον παράτησε η κοπέλα του. |
πειράζω(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os colegas de classe de Patricia descobriram a paixão dela por Henry e a estavam atazanando sem piedade. Οι συμμαθητές της Πατρίτσια είχαν μάθει ότι της άρεσε ο Χένρι και την πείραζαν αλύπητα. |
μέτριοςadjetivo (apenas satisfatório) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele fez um trabalho o.k. no projeto. Não foi nada excelente. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η δουλειά του στην εργασία ήταν OK, αλλά τίποτε σπουδαίο. |
χτυπάω το πόδι μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O garotinho estrepitou para mostrar sua impaciência. Το μικρό αγόρι χτύπησε το πόδι του για να δείξει την ανυπομονησία του. |
τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο(BRA, gíria) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ben pirou quando seu amigo o dedurou. Ο Μπεν τα πήρε όταν τον κάρφωσε ο φίλος του. |
πειράζω κπ για κτ(informal) Os colegas de Adam o atazanaram por causa de seu gosto para roupas. Οι συνάδελφοι του Άνταμ τον δούλευαν για το γούστο του στα ρούχα. |
εντάξει, καλάadjetivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Está tudo o.k. com a construção. Όλα είναι εντάξει με την κατασκευή. |
ανακάτεμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Um dos jogadores reclamou que as cartas não haviam sido embaralhadas o suficiente. Ένας από τους παίχτες παραπονέθηκε πως το ανακάτεμα δεν ήταν αρκετά καλό. |
εκπαιδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O sargento está treinando os novos recrutas. Ο λοχίας εκπαιδεύει τους νεοσύλλεκτους. |
εντάξει, καλά, σύμφωνοιinterjeição (está bem?) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vou à loja, o.k.? Θα πάω στο μαγαζί. Εντάξει; |
βγάζω το κουκούτσι(καθομιλουμένη: από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Primeiro, você precisa descaroçar a maçã. Πρώτα πρέπει να βγάλεις το κουκούτσι από το μήλο. |
δίνω το OK, λέω OK(ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O chefe já aprovou a proposta? Το αφεντικό έχει δώσει το ΟΚ για την πρόταση; |
μπουκώνομαι(figurado, informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του o στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του o
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.