Τι σημαίνει το natural στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης natural στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του natural στο ισπανικά.
Η λέξη natural στο ισπανικά σημαίνει φυσικός, φυσικός, φυσικός, φυσικός, βιολογικός, φυσικό, έμφυτος, γυμνός, απλός, φυσικός, ανεπιτήδευτος, αυθόρμητος, απροσποίητος, ανεπιτήδευτος, αβίαστος, σκληρός, φυσικός, εγγενής, έμφυτος, εμφυής, φυσικός, ανεπιτήδευτος, γεννημένος, νόθος, εξώγαμος, άξεστος, χωρίς μαλακτικό, χωρίς κοντίσιονερ, του χωραφιού, από το χωράφι, φυσική, αναίρεση, αφύσικος, επιτηδευμένος, κατακλυσμός, φυσιοπαθητική, λίμνη, μπάσταρδο, βεβιασμένος, φυσικός, ανεπιτήδευτος, αποβολή, πατρογονικό δικαίωμα, καρπός παράνομου έρωτα, ακτινοβολία, μπάσταρδος, γεννημένος ηγέτης, ημερομηνία, καταφύγιο θηραμάτων, καταφύγιο άγριας ζωής, έμφυτη ικανότητα, έμφυτη ικανότητα, έμφυτη στοργή,τρυφερότητα, γνήσιο τέκνο, φυσιολογικός τοκετός, φυσικό χρώμα, φυσικός θάνατος, φυσιολογική ανάπτυξη, φυσικό περιβάλλον, φυσικό αέριο, έμφυτο χάρισμα,ταλέντο, φυσική ιστορία, ανοσία, φυσικό ένστικτο, φυσική γλώσσα, φυσικό καουτσούκ, φυσική επιλογή, κανονική/φυσιολογική κατάσταση, φυσική ροπή,τάση, φυσικός κόσμος, δεύτερη φύση, προστατευόμενη δασική περιοχή, καταφύγιο άγριων ζώων, ημερολογιακό έτος, καλοσύνη, φυσική ομορφιά, φυσικός κίνδυνος, φυσικό δίκαιο, φυσική τάξη πραγμάτων, φυσική πέτρα, φυσικές ίνες, καταφύγιο άγριας ζωής, εθνικό πάρκο, πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων, θεομηνία, εναλλακτική ιατρική, πεθαίνω από φυσικά αίτια, κάνω τον κύκλο μου, θεόσταλτος, αφύσικο γεγονός, σε φυσική κατάσταση, απείραχτος από τον πολιτισμό, καλλονή, μονοπάτι, φυσική ομορφιά, συνυφασμένος με κτ, φύση, κατάγομαι, προέρχομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης natural
φυσικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este pan está hecho con ingredientes completamente naturales. Αυτό το ψωμί φτιάχνεται από φυσικά συστατικά. |
φυσικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es natural que te sientas celoso en esta situación. Είναι φυσικό να ζηλεύεις σε αυτήν την περίπτωση. |
φυσικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El lago se encontraba en su estado natural, sin oleaje. Η λίμνη ήταν στη φυσική της κατάσταση, χωρίς κύματα. |
φυσικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Su cabello era de un tono caoba natural. Τα μαλλιά της είχαν μια φυσική καστανοκόκκινη απόχρωση. |
βιολογικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La comida natural se está volviendo más popular cada año. Τα βιολογικά τρόφιμα γίνονται κάθε χρόνο και πιο δημοφιλή. |
φυσικόadjetivo (χωρίς δίεση ή ύφεση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Audrey tocó do natural en vez de do sostenido. |
έμφυτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Volar es un rasgo inherente en la mayoría de las aves. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχει μια έμφυτη ικανότητα να διαισθάνεται τα συναισθήματα των ανθρώπων. |
γυμνός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La madera natural del suelo quedaba preciosa. Το γυμνό ξύλο στο πάτωμα έδειχνε όμορφο. |
απλός, φυσικός, ανεπιτήδευτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυθόρμητος, απροσποίητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανεπιτήδευτος, αβίαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La estrella de Hollywood es conocida por su elegancia natural. |
σκληρόςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las fibras naturales del apio ayudan a limpiar los intestinos. |
φυσικός, εγγενής, έμφυτος, εμφυής(no aprendido) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φυσικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La escultura fue un desprendimiento orgánico de la carpintería para él. Το να γίνει γλύπτης ήταν μια φυσική εξέλιξη της ξυλουργικής. |
ανεπιτήδευτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leah tenía un aire de despreocupada sofisticación. |
γεννημένος(ακολουθεί ιδιότητα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
νόθος, εξώγαμος(hijo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "Hijo natural" es el término legal en algunos países para un hijo extramatrimonial. |
άξεστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς μαλακτικό, χωρίς κοντίσιονερ(μαλλιά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
του χωραφιού, από το χωράφι(AR) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Recogieron una cosecha de heno cultivado a campo. |
φυσική(música) Las teclas blancas son para las notas naturales, y las negras para los sostenidos y los bemoles. Τα λευκά πλήκτρα στο πιάνο είναι για τις φυσικές και τα μαύρα για τις διέσεις και τις υφέσεις. |
αναίρεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mira la notación, es una nota natural, no sostenida. |
αφύσικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es antinatural que una madre abandone a sus hijos. |
επιτηδευμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατακλυσμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φυσιοπαθητική
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λίμνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los excursionistas nadaron en un estanque del bosque. Οι πεζοπόροι κολύμπησαν στη λίμνη στο δάσος. |
μπάσταρδο(ofensivo) (προσβλ, μειωτ, χυδαίο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los niños le decían que era un bastardo porque sus padres nunca se casaron. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Γιάννης είναι νόθο (or: εξώγαμο) παιδί, κάτι που τον βασάνιζε σε όλη την παιδική του ηλικία. |
βεβιασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Las líneas del actor sonaban forzadas, así que el productor tuvo que cambiarlas. Τα λόγια του ηθοποιού ακούγονταν βεβιασμένα και έτσι ο παραγωγός έπρεπε να τα αλλάξει. |
φυσικός, ανεπιτήδευτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El maniquí de apariencia natural me engañó por un momento. |
αποβολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tina tuvo un aborto espontáneo a sus dos meses de embarazo. Η Τίνα είχε μια αποβολή όταν ήταν δυο μηνών έγκυος. |
πατρογονικό δικαίωμα(νομική) |
καρπός παράνομου έρωταlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La chica es hija natural; nunca conoció a su padre. |
ακτινοβολία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Parte de la radioactividad natural del planeta es debida a la acción de los rayos cósmicos. |
μπάσταρδοςnombre masculino (μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γεννημένος ηγέτης(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alan es un líder nato. |
ημερομηνίαlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tenemos que entregar la respuesta en quince días naturales. |
καταφύγιο θηραμάτων, καταφύγιο άγριας ζωής
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
έμφυτη ικανότηταlocución nominal masculina |
έμφυτη ικανότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tiene un talento natural para cabalgar. |
έμφυτη στοργή,τρυφερότηταnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Desde chico se veía que sería veterinario, siempre demostró tener cariño natural por los animales. |
γνήσιο τέκνοlocución nominal masculina (anticuado) (ξεπερασμένο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El duque nunca se casó pero tuvo varios hijos naturales con otras mujeres. |
φυσιολογικός τοκετόςnombre masculino Muchas mujeres acuden a los hospitales para tener a sus hijos, pero conozco a una matrona que asiste partos naturales. |
φυσικό χρώμα(cabello) Su cabello es rubio, pero creo que no es su color natural. Τα μαλλιά της είναι ξανθά, αλλά δε νομίζω ότι είναι το φυσικό της. Αυτό είναι το φυσικό σου, ή βάφεις τα μαλλιά σου; |
φυσικός θάνατοςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Falleció de muerte natural por lo que la autopsia es innecesaria. |
φυσιολογική ανάπτυξηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los pesticidas interfieren en el desarrollo natural de los ecosistemas. |
φυσικό περιβάλλονnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un animal salvaje criado en cautividad suele tener problemas al ser reintegrado a su ambiente natural. |
φυσικό αέριοlocución nominal masculina Caliento mi casa con gas natural. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο λογαριασμός του φυσικού αερίου ήταν πολύ υψηλός τον περασμένο μήνα. Ζεσταίνω το σπίτι μου με φυσικό αέριο. |
έμφυτο χάρισμα,ταλέντοlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lynn tiene un talento natural para las matemáticas. |
φυσική ιστορίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En el secundario me encantaba la historia natural. |
ανοσίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La respuesta inflamatoria es parte de la inmunidad natural y se presenta cuando los tejidos son lesionados por bacterias, trauma, toxinas, calor o cualquier otra causa. |
φυσικό ένστικτοnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Huir ante el peligro es un instinto natural. |
φυσική γλώσσαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El lenguaje natural es el no programado o construido para estudios de lógica u otros tipos de investigación. |
φυσικό καουτσούκnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La goma natural se obtiene del árbol del caucho. |
φυσική επιλογήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los animales más débiles son las víctimas de la selección natural. |
κανονική/φυσιολογική κατάσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσική ροπή,τάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los padres tienen la tendencia natural de preocuparse por sus hijos. |
φυσικός κόσμος(literal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los animales, las plantas y los insectos forman parte del mundo natural |
δεύτερη φύση(become second nature) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una vez que has aprobado el examen, conducir rápido se vuelve automático. |
προστατευόμενη δασική περιοχήnombre femenino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταφύγιο άγριων ζώωνnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aún quedan algunos osos en la reserva natural de las Hurdes. |
ημερολογιακό έτος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Este bilete tiene que ser utilizado dentro del año natural, entre el 1 de enero y el 31 de diciembre. |
καλοσύνηlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi tía era una persona de buen natural, a la que todos respetaban. |
φυσική ομορφιά
Con esa belleza natural, ¿quién necesita cosméticos? |
φυσικός κίνδυνοςnombre masculino Es necesario estudiar los riesgos naturales de esta región para evitar futuras tragedias. |
φυσικό δίκαιοlocución nominal femenina |
φυσική τάξη πραγμάτωνlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυσική πέτραlocución nominal femenina |
φυσικές ίνες
En climas cálidos, la ropa hecha de fibra natural suele ser más cómoda. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στα ζεστά κλίματα, τα ρούχα από φυσικές ίνες είναι συνήθως πιο άνετα. |
καταφύγιο άγριας ζωήςnombre femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Declararon el área como reserva natural para protección de algunas especies. |
εθνικό πάρκοlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώωνlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θεομηνία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εναλλακτική ιατρικήlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La acupuntura es un ejemplo de medicina natural. |
πεθαίνω από φυσικά αίτια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Según el informe del forense, Brown murió de causas naturales. |
κάνω τον κύκλο μουlocución verbal (enfermedad) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θεόσταλτοςlocución nominal masculina (μτφ: χάρισμα, ταλέντο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cuando canta ves que tiene un don natural. |
αφύσικο γεγονός
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Que nevara tan cerca del Ecuador era un fenómeno natural extraño. |
σε φυσική κατάσταση, απείραχτος από τον πολιτισμόlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El lago era mucho más claro en su estado original. |
καλλονή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eres una belleza natural, no te hace falta maquillaje. |
μονοπάτι(στην άγρια φύση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φυσική ομορφιά
Las bellezas naturales de nuestro país son admirables. |
συνυφασμένος με κτ
Tener trauma es natural en la vida de un soldado. Τα ψυχολογικά τραύματα είναι συνυφασμένα με τη ζωή των στρατιωτών. |
φύσηnombre masculino (condiciones primitivas) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En algunos documentales se puede ver personas que viven en un estado natural en África. |
κατάγομαι, προέρχομαι(από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La madre de Kelsey es de Canadá. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του natural στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του natural
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.