Τι σημαίνει το mantenido στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mantenido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mantenido στο ισπανικά.
Η λέξη mantenido στο ισπανικά σημαίνει υπερασπίζομαι, υπερασπίζω, καταλαμβάνω, συνεχίζω, κρατάω, κρατάω, τηρώ, στηρίζω την οικογένεια, διατηρώ, διατηρώ, φροντίζω, δεν αποκαλύπτω, δεν φανερώνω, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, κρατάω, συντηρώ, συντηρώ, διατηρώ, συνεχίζω, συνεχίζω, διατηρώ, λατρεύω, διατηρώ, διατηρώ, συντηρώ, εκπληρώνω, πραγματοποιώ, συντηρώ, τηρώ, πληρωμένος, συντηρώ, κρατάω, προστατεύω, παρακολουθώ, κρατάω κτ φρέσκο, διατηρώ κτ φρέσκο, εμπορεύομαι, διώχνω, απασχολώ, στέκομαι, συγκρατούμαι, απαιτητικός, στο ψυγείο, ψυχραιμία, στωικότητα, επικοινωνώ με κπ, έχω εμπορικές συναλλαγές, κρατάω μια δουλειά, τρέφω ελπίδες για κτ, κρατάω το ενδιαφέρον κπ, ελέγχω, συγκρατώ, μένω σοβαρός, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, κρατάω το λόγο μου, κρατώ το λόγο μου, τηρώ το λόγο μου, δεν χάνω τις ελπίδες μου, μένω πιστός, κρατάω κτ κρυφό, κρατάω κπ ενήμερο, μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος, κάνω συζήτηση, κάνω κουβέντα, διατηρώ την προσοχή κάποιου, δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα, κρατάω σε τάξη, κρατάω χαμηλό προφίλ, διατηρώ τις υψηλότερες προδιαγραφές, μένω συγκεντρωμένος, ενημερώνω, ενημερώνω, είμαι αισιόδοξος, επικοινωνώ, τα κρατάω για τον εαυτό μου, παίζω χαμηλά μπάλα, κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή, κρατάω κτ κρυφό από κπ, κρατάω κπ/κτ υπό έλεγχο, διατηρώ την τάξη, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, παραμένω ανώνυμος, κρατάω κτ κρυφό, κρατάω κτ μυστικό, τα καταφέρνω, μένω σε απόσταση, παρακολουθώ, στηρίζω οικονομικώς, κρατάω κπ ξύπνιο, έχω κπ/κτ κοντά μου, αγαπώ, εκτιμώ,νοιάζομαι για, διατηρώ ζωντανό, έχω κτ από κάτω, δεν βιάζομαι, δεν το παρακάνω, κρατάω κτ μυστικό, παρακολουθώ, κατασκοπεύω, αποτρέπω, αποσοβώ, περιορίζω, ειρηνευτικός, διατηρώ κτ ενημερωμένο, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κρατάω κπ σε εγρήγορση, κάνω κτ να συμμορφωθεί με κτ, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, αλληλογραφώ με κπ, κρατάω κτ σταθερό, κρατάω κπ ενήμερο, κρατάω μακριά, κρατάω πίσω, προστατεύω, διατηρώ άθικτο, καταπιέζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mantenido
υπερασπίζομαι, υπερασπίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los rebeldes mantuvieron su posición durante diez horas hasta que llegaron los refuerzos. |
καταλαμβάνωverbo transitivo (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ejército buscaba mantener su posición estratégica en la cima de la montaña. |
συνεχίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mantén el curso actual en los siguientes cien kilómetros. |
κρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su hijo no puede conservar un trabajo. Siempre lo despiden. Ο γιος του δεν μπορεί να κρατήσει δουλειά, όλο τον απολύουν. |
κρατάω, τηρώ(μτφ: μια υπόσχεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Contrario a mucha gente, yo si cumplo mis promesas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αντίθετα από μερικούς ανθρώπους, εγώ κρατάω (or: τηρώ) τις υποσχέσεις μου. |
στηρίζω την οικογένειαverbo transitivo |
διατηρώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los corredores mantienen una buena velocidad media. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Διατηρούσε ένα ρυθμό 40 σελίδων την ώρα. |
διατηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La corredora había empezado muy bien, pero... ¿sería capaz mantener ese ritmo? Η δρομέας έκανε καλό ξεκίνημα, αλλά μπορεί να κρατήσει αυτό τον ρυθμό; |
φροντίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenía una familia que mantener y no podía malgastar dinero. Είχε μια οικογένεια να φροντίσει και δεν μπορούσε να σπαταλάει χρήματα. |
δεν αποκαλύπτω, δεν φανερώνω(secreto) (μυστικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) James luchaba por mantener el secreto. |
ισχυρίζομαι, υποστηρίζω(κάτι ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mantenía que el tirador llevaba puesto un jersey negro. Ισχυρίστηκε (or: Υποστήριξε) ότι ο σκοπευτής φορούσε ένα μαύρο πουλόβερ. |
κρατάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me despidieron cuatro veces, ¡no puedo mantener un empleo! Έχω απολυθεί τέσσερις φορές. Δεν καταφέρνω να κρατήσω δουλειά! |
συντηρώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cada año cuesta más mantener este carro. Κάθε χρόνο κοστίζει όλο και περισσότερο να συντηρώ αυτό το αυτοκίνητο. |
συντηρώ(οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mantenía una gran familia con su sueldo. Συντηρούσε μια μεγάλη οικογένεια με τον μισθό του. |
διατηρώ, συνεχίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenemos que mantener la huelga porque podemos ganar. Πρέπει να διατηρήσουμε (or: συνεχίσουμε) την απεργία, γιατί μπορούμε να νικήσουμε. |
συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rita todavía mantiene su jardín a pesar de que ya tiene ochenta años. Η Ρίτα συνεχίζει με την κηπουρική της, παρόλο που διανύει τα ογδόντα. |
διατηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jane mantenía una apariencia de indiferencia, aunque por dentro estaba furiosa. |
λατρεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nick estima el reloj de bolsillo que le dio su abuelo. Ο Νικ λατρεύει το ρολόι τσέπης που του δώρισε ο παππούς του. |
διατηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El gobierno derechista estaba dispuesto a sostener el orden, a pesar de los llamamientos al cambio. Η δεξιά κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να διατηρήσει την υπάρχουσα τάξη παρά τις εκκλήσεις για αλλαγή. |
διατηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante todos los años de pobreza, ella se las arregló para conservar su dignidad. Όλα τα χρόνια της φτώχειας, κατάφερε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της. |
συντηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando renovamos el hotel, intentamos preservar sus cien años de historia. Κατά την ανακαίνιση του ξενοδοχείου πρέπει να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε την αύρα της 100ετούς ιστορίας του. |
εκπληρώνω, πραγματοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finalmente cumplió su promesa y nos devolvió el dinero. Τελικά εκπλήρωσε την υπόσχεσή του και επέστρεψε τα χρήματα. |
συντηρώ(a alguien) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El huerto producía alimentos suficientes para sustentar a toda la familia. Ο λαχανόκηπος παρείχε αρκετό φαγητό για να συντηρήσει ολόκληρη την οικογένεια. |
τηρώ(silencio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La gente suele hacer un minuto de silencio durante el Día del Armisticio. Οι άνθρωποι τηρούν ενός λεπτού σιγή την Ημέρα Ανακωχής. |
πληρωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
συντηρώ(οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él trabaja mucho para mantenerla a ella y a sus cinco hijos. Εργάζεται πολλές ώρες για να συντηρεί τον εαυτό της και τα πέντε παιδιά της. |
κρατάωlocución verbal (μτφ: προστατεύω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trabajó mucho para mantener a sus hijos a salvo de problemas. Εργαζόταν σκληρά για να κρατήσει τα παιδιά της μακριά από μπελάδες. |
προστατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακολουθώ(πρόοδο, εξέλιξη, πορεία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Registra tu progreso escribiendo todo lo que hayas logrado cada día. Σημείωνε τι καταφέρνεις καθημερινά, γιατί είναι σημαντικό να παρακολουθείς την πρόοδό σου. |
κρατάω κτ φρέσκο, διατηρώ κτ φρέσκο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El envase debe conservar la comida lo más posible. |
εμπορεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) África suele considerarse un continente difícil para negociar. |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este aerosol repele a los mosquitos. Αυτό το σπρέι θα σε βοηθήσει να κρατήσεις μακριά τα κουνούπια. |
απασχολώ(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Julia se negó a ir a la reunión, ya que la ataría por tres horas. |
στέκομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La bailarina se sostiene bien. |
συγκρατούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Incluso si ella quiere empezar una pelea, debes controlarte y evitar responderle. |
απαιτητικόςlocución adjetiva (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στο ψυγείοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La carne se pasará si no se mantiene refrigerada. |
ψυχραιμίαexpresión (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si te grita debes mantener la calma y no rebajarte a su altura. |
στωικότηταexpresión (informal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los ingleses son famosos por mantener el tipo. |
επικοινωνώ με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Has estado en contacto con ella últimamente? |
έχω εμπορικές συναλλαγές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estados Unidos hace negocios con China porque cada país usa los recursos del otro. |
κρατάω μια δουλειά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Luego de años de desempleo, John logró mantener un trabajo en la oficina de correos. |
τρέφω ελπίδες για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La policía no tiene muchas esperanzas de atrapar a los culpables. |
κρατάω το ενδιαφέρον κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los oradores deben elegir temas estimulantes para mantener el interés del público. |
ελέγχω, συγκρατώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μένω σοβαρόςverbo transitivo (έκφραση προσώπου) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) No pude mantener la seriedad cuando dijo que era virgen. |
κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου(informal) La vacunación es la forma más efectiva de mantener a raya la gripe. |
κρατάω το λόγο μου, κρατώ το λόγο μου, τηρώ το λόγο μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nunca cumple su palabra: siempre cuenta mis secretos. |
δεν χάνω τις ελπίδες μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No sabemos si volverá a casa. Todo lo que podemos hacer es mantener las esperanzas. |
μένω πιστός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Cahill les dijo a los fanáticos que mantuvieran la fe después de la octava derrota en doce partidos. |
κρατάω κτ κρυφό(informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La compañía guarda bajo siete llaves el nuevo modelo hasta el lanzamiento oficial. |
κρατάω κπ ενήμερο(για κάτι, σχετικά με κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Te mantendremos al tanto con las últimas novedades de los negocios. |
μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμοςlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Tienes que mantener la calma aunque te provoquen. |
κάνω συζήτηση, κάνω κουβέντα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διατηρώ την προσοχή κάποιουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα(coloquial, figurado) (έκφραση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Debes mantener la boca cerrada y no decirle a tu suegra lo que realmente piensas de su comida. |
κρατάω σε τάξηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es importante mantener limpio tu taller para evitar accidentes. |
κρατάω χαμηλό προφίλ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tras la pelea, mantuve un perfil bajo por unos días. Los espías suelen mantener un perfil bajo para no llamar la atención. Μετά τον καυγά κράτησα χαμηλό προφίλ για μερικές μέρες. Οι κατάσκοποι συνήθως κρατούν χαμηλό προφίλ για να μην τραβούν την προσοχή. |
διατηρώ τις υψηλότερες προδιαγραφέςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El hospital tiene como objetivo mantener los más altos estándares en materia de salud. |
μένω συγκεντρωμένοςlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El discurso del presidente era tan disperso que era difícil mantener la atención. Η ομιλία του προέδρου ήταν τόσο ασυνάρτητη που ήταν δύσκολο να μείνει κανείς συγκεντρωμένος. |
ενημερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te mantendré al tanto de lo que pase el viernes a la noche. |
ενημερώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Yo la mantendré al tanto de su progreso Señora Brown. Usted debería descansar. |
είμαι αισιόδοξος
Todavía mantenemos la esperanza de que vuelva a casa algún día. |
επικοινωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Chau, ¡no te olvides de mantener el contacto! Αντίο! Να τα λέμε! |
τα κρατάω για τον εαυτό μουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίζω χαμηλά μπάλα(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή
|
κρατάω κτ κρυφό από κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατάω κπ/κτ υπό έλεγχοlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διατηρώ την τάξηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Va a tratar de hacerte enojar, pero debes mantener la calma. ¡Mantengan todos la calma hasta que llegue la policía! Θα προσπαθήσει να σε νευριάσει θα πρέπει όμως να μείνεις ψύχραιμη. Παρακαλείσθε όλοι να μείνετε ψύχραιμοι μέχρι να έρθει η αστυνομία! |
παραμένω ανώνυμοςlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando participo en una encuesta, prefiero mantener el anonimato. Όταν συμμετέχω σε έρευνες προτιμώ να παραμένω ανώνυμος. |
κρατάω κτ κρυφό, κρατάω κτ μυστικό
|
τα καταφέρνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω σε απόσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las niñas se hicieron a un lado. Τα κορίτσια έκαναν στην άκρη κι έμειναν σε απόσταση. |
παρακολουθώ(eventos, información) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi hija me escribe por correo electrónico todos los días para que yo pueda mantenerme al tanto de lo que hace. Η κόρη μου μού στέλνει μηνύματα κάθε μέρα κι έτσι μπορώ να παρακολουθώ τις κινήσεις της. Θα έπρεπε να παρακολουθείς (or: να καταγράφεις) τα έξοδα σου, ώστε να γνωρίζεις πόσα χρήματα σου απομένουν. |
στηρίζω οικονομικώς
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tendrás que conseguirte un trabajo, yo ya no puedo mantenerte económicamente. |
κρατάω κπ ξύπνιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tomar café por la noche me desvela. |
έχω κπ/κτ κοντά μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Claire decidió trabajar desde casa para tener cerca a sus hijos. |
αγαπώ, εκτιμώ,νοιάζομαι για
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le doy mucha importancia al concepto de libertad de expresión. |
διατηρώ ζωντανό(μεταφορικά) La prensa local está haciendo su mejor esfuerzo para mantener candente el tema. |
έχω κτ από κάτω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν βιάζομαι, δεν το παρακάνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρατάω κτ μυστικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La información del gobierno se debe mantener en secreto. |
παρακολουθώ, κατασκοπεύωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Miembros de la policía mantuvieron la casa del sospechoso bajo vigilancia para cazarlo en un descuido. |
αποτρέπω, αποσοβώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dicen que si tomas más vitaminas, puedes mantener a raya la gripe. Λένε ότι άμα πάρεις έξτρα βιταμίνες, ίσως μπορέσεις να αποτρέψεις τη γρίπη. |
περιορίζω(volumen, precio, etc) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor le pidió a los chicos que mantuvieran bajo el volumen. |
ειρηνευτικόςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las fuerzas para mantener la paz se dirigieron hacia la zona destruida por la guerra. Οι ειρηνευτικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν στην εμπόλεμη περιοχή. |
διατηρώ κτ ενημερωμένο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Es importante mantener actualizado el sitio web de tu negocio. Είναι σημαντικό να διατηρείτε ενημερωμένο τον ιστότοπο της επιχείρησής σας. |
κρατάω επαφή, κρατώ επαφή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Prométenos que te mantendrás en contacto con nosotros cuando estés fuera. Υποσχέσου πως θα κρατήσεις επαφή μαζί μας όταν θα βρίσκεσαι μακριά. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locución verbal |
κρατάω κπ σε εγρήγορσηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κτ να συμμορφωθεί με κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμοςlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Mantén la calma y haz como si no supieras nada. |
αλληλογραφώ με κπ
Ella prefirió escribirse con él por email. |
κρατάω κτ σταθερόverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esta cadena mantendrá firme el poste a pesar del viento. |
κρατάω κπ ενήμεροlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κρατάω μακριά, κρατάω πίσω
Una reja alrededor de la pista mantiene lejos a los espectadores. |
προστατεύω, διατηρώ άθικτο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Intenté mantener la torta intacta hasta tu llegada, pero me temo que mi esposo se comió un pedazo cuando yo no miraba. |
καταπιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mantenido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του mantenido
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.