Τι σημαίνει το luego στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης luego στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του luego στο ισπανικά.

Η λέξη luego στο ισπανικά σημαίνει μετά, έπειτα, μετά, επιπλέον, επίσης, άρα, σε λίγο, έπειτα, μετά, μετά, έπειτα, αργότερα, μετά, έπειτα, με τη σειρά μου, έπειτα, μετά, ως επακόλουθο, ως συνέπεια, βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα, βέβαια, αντίο, γεια, αντίο, γεια, φυσικά, σκέφτομαι άρα υπάρχω, εις το επανιδείν, Αντίο για τώρα, Τα λέμε!, Τα λέμε!, Τα λέμε, Μιλάμε, Θα τα πούμε, ως επακόλουθο, ως συνέπεια, μετά, τα λέμε μετά, μόλις, αφού, όταν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης luego

μετά, έπειτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él fue al correo y luego fue al banco.
Πήγε στο ταχυδρομείο και μετά στην τράπεζα.

μετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bobby era el primero en fila, Elena era la segunda, luego Peter y luego Nicole.

επιπλέον, επίσης

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Necesito manzanas y además quiero harina y azúcar.

άρα

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Pienso, por lo tanto existo.
Σκέφτομαι, συνεπώς (or: επομένως) υπάρχω.

σε λίγο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Ten paciencia! Nos vemos luego.

έπειτα, μετά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Limpia la cocina, y luego el baño.

μετά, έπειτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Comamos y después vayamos al cine.
Ας φάμε και μετά πάμε σινεμά.

αργότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Σταμάτα να με πρήζεις για τον φράχτη. Θα τον φτιάξω αργότερα.

μετά, έπειτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No puedes subir al avión y después cambiar de opinión.
Δεν μπορείς να επιβιβαστείς στην πτήση και έπειτα (or: μετά) να αλλάξεις γνώμη.

με τη σειρά μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John me dio el libro y yo, después, se lo di a Sandy.
Ο Τζον μού έδωσε το βιβλίο, κι εγώ, με τη σειρά μου, το έδωσα στη Σάντι.

έπειτα, μετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Enseguida iremos a la playa.
Στη συνέχεια θα πάμε στην παραλία.

ως επακόλουθο, ως συνέπεια

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

βεβαίως, ασφαλώς, σίγουρα, βέβαια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Definitivamente, intentaré ayudar. Definitivamente, está caluroso afuera.
Και βέβαια θα προσπαθήσω να βοηθήσω. Έχει σίγουρα ζέστη έξω.

αντίο, γεια

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

αντίο, γεια

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Adiós! ¡Nos vemos!
Αντίο ( or: Γεια)! Τα λέμε αργότερα!

φυσικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Desde luego, tengo que saber a dónde vas.
Φυσικά και θα πρέπει να ξέρω που πηγαίνεις.

σκέφτομαι άρα υπάρχω

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pienso, luego existo.

εις το επανιδείν

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Αντίο για τώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hablamos la semana que viene, ¡hasta luego!

Τα λέμε!

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τα λέμε!

locución interjectiva (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τα λέμε, Μιλάμε, Θα τα πούμε

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ως επακόλουθο, ως συνέπεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como secuela del huracán, mucha gente tuvo que permanecer en viviendas temporales en lo que sus casas fueron reconstruidas.
Ως επακόλουθο του κυκλώνα, πολλοί άνθρωποι έπρεπε να μείνουν σε προσωρινά καταλύματα ενώ φτιάχνονταν τα σπίτια τους.

μετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La policía impuso el toque de queda después de la violencia desatada la noche anterior.
Η αστυνομία επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας ύστερα από τις χθεσινοβραδινές βιαιοπραγίες.

τα λέμε μετά

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μόλις, αφού, όταν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En cuanto escuchó las noticias comenzó a rezar.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του luego στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.