Τι σημαίνει το look to στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης look to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του look to στο Αγγλικά.
Η λέξη look to στο Αγγλικά σημαίνει κοιτάζω προς, καταφεύγω σε κπ/κτ, στρέφομαι σε κπ/κτ, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, κοιτώ, κοιτάζω, κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω, φαίνομαι, φαίνομαι, κοίτα, ματιά, βλέμμα, ματιά, όψη, εμφάνιση, το ότι κοιτάω επίμονα, λουκ, στυλ, εμφάνιση, ψάχνω, βλέπω, κοιτάζω, εξετάζω, αναλύω, ασχολούμαι με κτ, εστιάζω σε κτ, έχω σε υπόληψη, μοιάζω, δείχνω, φαίνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης look to
κοιτάζω προς(turn to [sb]) Unsure what to do, Sue looked to Mark, who was seated to her left. Καθώς δεν ήταν σίγουρη για το τι να κάνει, η Σου έστρεψε το βλέμμα προς τον Μαρκ ο οποίος κάθονταν στ' αριστερά της. |
καταφεύγω σε κπ/κτ, στρέφομαι σε κπ/κτverbal expression (turn for guidance) Children look to their parents for guidance. Τα παιδιά καταφεύγουν στους γονείς τους για καθοδήγηση. |
σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτverbal expression (informal (intend, seek) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm not looking to buy a set of encyclopedias right now. Δε σκοπεύω ν' αγοράσω εγκυκλοπαίδεια αυτή τη στιγμή. |
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζωintransitive verb (cast eyes in a direction) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He looked to his right. Κοίταξε στα δεξιά του. |
κοιτώ, κοιτάζωintransitive verb (examine visually) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Let me look to see if there is a water leak. Άσε με να κοιτάξω τον σωλήνα, για να δω αν υπάρχει διαρροή. |
κοιτάω, κοιτώ, κοιτάζω(watch, direct attention to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Look at me when I'm talking to you! Κοίταζέ με όταν σου μιλάω! |
φαίνομαιintransitive verb (+ adj: appear to be) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) James looked tired when he arrived last night. Όταν γύρισε χθες το βράδυ έδειχνε κουρασμένος. |
φαίνομαιintransitive verb (+ adj: appear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Marina looks awful in that outfit. Η Μαρίνα δείχνει χάλια με αυτά τα ρούχα. |
κοίταinterjection (when making a point) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Look, I've had enough of your insolence; do as you're told! |
ματιάnoun (act of looking) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The blonde girl noticed Dan's look and returned it. Η ξανθιά παρατήρησε τις ματιές του Νταν και ανταπέδωσε. |
βλέμμαnoun (expression directed at [sb]) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She silenced him with an angry look. Τον έκανε να σιωπήσει με ένα άγριο βλέμμα. |
ματιάnoun (visual examination) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Zara had no chance of a look at the text before the exam. |
όψη, εμφάνισηnoun (uncountable (appearance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The children's toy had the look of a real phone. Το παιδικό παιχνίδι είχε όψη πραγματικού τηλεφώνου. |
το ότι κοιτάω επίμοναnoun (long: gaze, stare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The child's look was starting to make Josh feel very uncomfortable. Το παιδί τον κοιτούσε επίμονα και αυτό είχε αρχίσει να κάνει τον Τζος να αισθάνεται πολύ άβολα. |
λουκ, στυλnoun (fashion: style) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I like her look. It is part urban, part punk. Μ' αρέσει το λουκ (or: στυλ) της. Είναι λίγο αστικό και λίγο πανκ. |
εμφάνισηplural noun (informal (physical attractiveness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Joe is a handsome guy, but he uses his looks to get what he wants. |
ψάχνωverbal expression (seek, intend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard was looking to find a job at the local factory. |
βλέπω, κοιτάζωintransitive verb (to front on) (μεταφορικά: έχω θέα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This house has five windows that look to the street. Αυτό το σπίτι έχει πέντε παράθυρα που βλέπουν (or: κοιτάζουν) στον δρόμο. |
εξετάζω, αναλύω(figurative (analyze) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The detective tried to look at all the facts. |
ασχολούμαι με κτ(figurative (examine, deal with) This article looks at similarities in the work of these two philosophers. |
εστιάζω σε κτ(figurative (pay attention to) Ben decided that the past was behind him and that it was time to look to the future. |
έχω σε υπόληψηphrasal verb, transitive, inseparable (admire and respect [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ideally, children should look up to their parents. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όλοι τη θαύμαζαν για τον εξαιρετικό επαγγελματισμό της. |
μοιάζω, δείχνω, φαίνομαιverbal expression (appear) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) That couch looks to be about 50 years old. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του look to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του look to
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.