Τι σημαίνει το intérêt στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης intérêt στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του intérêt στο Γαλλικά.
Η λέξη intérêt στο Γαλλικά σημαίνει τόκος, συμφέρον, τόκος, συμφέρον, μερίδιο, που ενδιαφέρει, ωραίο, καλό, έσοδο, όφελος, κέρδος, όφελος, ενθουσιασμός, όφελος, γοητεία, ελκυστικότητα, επίκεντρο, όφελος, ενδιαφέρον για κτ, ενδιαφέρον για κτ, ασήμαντος, αποξενώνω, απομακρύνω, κοινός, πεζός, αδιάφορος, κάτι που έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, μη εποικοδομητικός, δεν αξίζει, ειδικού ενδιαφέροντος, ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος, προς όφελος, είναι προς το συμφέρον μου, προς όφελος, πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα, χάρη, έλλειψη ενδιαφέροντος, ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, ετήσιο ποσοστό, συνολικός τόκος, επιτόκιο, διακαής πόθος, έντονη επιθυμία, ζωηρό/έντονο ενδιαφέρον, έντονο ενδιαφέρον, απλός τόκος, κοινωφελής εργασία, ιδιοτέλεια, εμπορικό επιτόκιο, αθροιστική ανάπτυξη, κόστος δανεισμού, επαγγελματικό ενδιαφέρον, καμπύλη αποδοσης, ενδιαφέρον, προσωπικό όφελος, ειδησεογραφική αξία, ύποπτος, ύποπτη, ομάδα ειδικού ενδιαφέροντος, για χάρη, κτ είναι θετικό για κπ, κτ είναι καλό για κπ, ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια, έχω προσωπικό όφελος, κινώ το ενδιαφέρον, εγείρω το ενδιαφέρον, ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτ, χωρίς έμπνευση, αδιάφορος, με ενδιαφέρον, με ζήλο, είναι προς το συμφέρον μου, αδιαφορία, θεωρητικό ζήτημα, επίκεντρο, χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ, δείχνω ενδιαφέρον για κπ/κτ, έχω προσωπικό όφελος, χάνω το ενδιαφέρον μου για κτ, ανατοκίζω, με σταθερό επιτόκιο, αλλιώς, δημόσιο συμφέρον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης intérêt
τόκοςnom masculin (finance) (οικονομία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ce compte bancaire rapporte un intérêt de 3 % par an. Αυτός ο λογαριασμός έχει το υψηλότερο ετήσιο επιτόκιο, 3%. |
συμφέρονnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a fait ce qui était dans son intérêt sans se préoccuper de l'avis des autres. |
τόκοςnom masculin (Finance) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il paie un intérêt de 7 % sur son crédit auto. |
συμφέρονnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μερίδιοnom masculin (Finance) (οικονομικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On a un petit intérêt dans l'entreprise. Έχουμε ένα μικρό μερίδιο στην επιχείρηση. |
που ενδιαφέρει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο νέος νόμος ενδιαφέρει μόνο τις εταιρείες που πραγματοποιούν εξαγωγές εκτός της ΕΕ. |
ωραίο, καλό
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) L'intérêt de ce métier, ce sont les horaires réduits. |
έσοδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cet investissement vous rapportera 4 % d'intérêt. |
όφελος, κέρδος(figuré) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il n'y a aucun intérêt à être grossier avec les gens. |
όφελοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'argent a été dépensé dans son propre intérêt. |
ενθουσιασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sa passion pour la langue fait d'elle une grande relectrice. Ο ενθουσιασμός για τη γλώσσα την κάνει μια σπουδαία συντάκτρια. |
όφελος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est pour ton bien que je suis intervenu. Λογομάχησα για δικό σου όφελος. Εγώ δεν είχα κάποιο συμφέρον από τη διένεξη. |
γοητεία, ελκυστικότητα(personne, objet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette maison ne manque pas d'attrait. Αυτό το σπίτι έχει σίγουρα ένα κάποιο ενδιαφέρον. |
επίκεντρο(επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aujourd’hui, nous porterons notre attention sur le dernier poème de Kate. Το πιο πρόσφατο ποίημα της Κέιτ θα είναι το επίκεντρο της συζήτησης σήμερα. |
όφελοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il n'y a aucun avantage à mentir à ses clients. |
ενδιαφέρον για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Certaines personnes montrent un grand intérêt pour les autres cultures, tandis que d'autres ne s'y intéressent pas. Κάποιοι δείχνουν ενδιαφέρον για διάφορους πολιτισμούς, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. |
ενδιαφέρον για κτnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon intérêt pour cette dispute est dû au fait que je me fais du souci pour eux. Δείχνω ενδιαφέρον για τη διαμάχη επειδή νοιάζομαι και για τα δύο άτομα. |
ασήμαντος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) S'il vous plaît, ne me dérangez pas avec des plaintes insignifiantes. Σε παρακαλώ μη με ενοχλείς με ασήμαντα παράπονα. |
αποξενώνω, απομακρύνω(peu courant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοινός, πεζός, αδιάφοροςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fred se sentait prisonnier d'une existence sans intérêt. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Φρεν αισθανόταν κολλημένος σε μια πεζή ύπαρξη. Η Έριν τελείωσε όλα τα αδιάφορα πράγματα πριν βγει έξω με τη φίλη της. |
κάτι που έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρονlocution adjectivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μη εποικοδομητικός(δεν προσφέρει γνώσεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν αξίζειlocution adjectivale (να το αγοράζω, να το αποκτήσω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La version standard n'a aucune valeur (or: est sans intérêt) car elle ne comprend pas les fonctions les plus demandées de la version Deluxe. |
ειδικού ενδιαφέροντοςlocution adjectivale (groupe) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Beaucoup de gens pensent que les groupes de pression corrompent les candidats aux élections américaines. // Le sénateur a fait de son mieux pour éviter les groupes de pression. |
ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφοροςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προς όφελος(με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είναι προς το συμφέρον μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προς όφελος(με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dans l'intérêt de maintenir de bonnes relations, il est important de bien s'entendre avec ses voisins. Προς όφελος των καλών σχέσεων, είναι σημαντικό να τα πηγαίνεις καλά με τους γείτονές σου. Προς όφελος της ασφάλειας, θα πρέπει πάντα να βάζεις τη ζώνη ασφαλείας. |
πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάρη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το ν μπροστά στο χ μετατρέπεται σε γ, χάριν ευφωνίας. |
έλλειψη ενδιαφέροντοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le cours a été annulé dû au manque d'intérêt. |
ομάδα ειδικού ενδιαφέροντοςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tous ces groupes de pression nous compliquent la tâche. |
ετήσιο ποσοστό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συνολικός τόκοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επιτόκιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je cherche un crédit avec un taux d'intérêt plus faible. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν τα επιτόκια είναι υψηλά, οι αποταμιευτές έχουν καλύτερες αποδόσεις για τις επενδύσεις τους. Ψάχνω μια πιστωτική κάρτα με χαμηλότερο επιτόκιο. |
διακαής πόθος, έντονη επιθυμίαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζωηρό/έντονο ενδιαφέρονnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έντονο ενδιαφέρονnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En dépit de sa dépression, il a conservé un vif intérêt pour les jeux de mots. |
απλός τόκοςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινωφελής εργασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a dû faire 100 heures de travaux d'intérêt général. Καταδικάστηκε σε 100 ώρες κοινωφελούς εργασίας. |
ιδιοτέλειαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εμπορικό επιτόκιοnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αθροιστική ανάπτυξηnom masculin |
κόστος δανεισμούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επαγγελματικό ενδιαφέρονnom masculin |
καμπύλη αποδοσηςnom féminin (χρηματοοικονομικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ενδιαφέρονnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
προσωπικό όφελοςnom masculin |
ειδησεογραφική αξίαnom masculin |
ύποπτος, ύποπτη
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ομάδα ειδικού ενδιαφέροντοςnom masculin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tout le monde croit que des groupes de pression influencent la politique par le biais des dons de campagne. |
για χάρη(για το καλό κάποιου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Certains couples restent ensemble dans l'intérêt de leurs enfants. Ορισμένα ζευγάρια παραμένουν μαζί για χάρη των παιδιών τους. |
κτ είναι θετικό για κπ, κτ είναι καλό για κπlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω προσωπικό όφελοςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κινώ το ενδιαφέρονlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εγείρω το ενδιαφέρον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Votre mention d'une ouverture de poste a vraiment piqué ma curiosité (or: suscité mon intérêt). |
ενεργώ προς όφελος κπ/κτ, ενεργώ προς το συμφέρον κπ/κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un avocat agit toujours dans l'intérêt de son client. Μια δικηγόρος πάντα θα ενεργεί προς όφελος του πελάτη της. |
χωρίς έμπνευση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αδιάφορος(για κτ, μπροστά σε κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La réceptionniste semblait ne montrer aucun intérêt pour son travail et nous a à peine souri. |
με ενδιαφέρον, με ζήλοlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
είναι προς το συμφέρον μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αδιαφορίαnom masculin (απάθεια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il était difficile de faire cours en sentant un tel manque d'intérêt dans la classe. Το αίσθημα της αδιαφορίας στην αίθουσα έκανε δύσκολη την παράδοση. |
θεωρητικό ζήτημαlocution adjectivale (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Se demander comment étaient les choses avant la création de l'univers est sans intérêt. |
επίκεντροnom masculin (επίσημο: με γενική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Comment les aider devrait rester notre centre d'attention. Στην εστία του ενδιαφέροντός μας θα έπρεπε να βρίσκονται οι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε. |
χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai perdu tout intérêt pour la politique : je m'en fiche qui gagne ou qui perd. |
δείχνω ενδιαφέρον για κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω προσωπικό όφελος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάνω το ενδιαφέρον μου για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après avoir manqué de me noyer, j'ai perdu tout intérêt pour la natation. Timmy a perdu tout intérêt pour le jouet après l'avoir pris à sa sœur. |
ανατοκίζωlocution verbale (τόκοι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La banque calcule l'intérêt composé chaque jour. Η τράπεζα ανατοκίζει τους τόκους σε ημερήσια βάση. |
με σταθερό επιτόκιοlocution adjectivale (prêt,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλιώς(menace) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Écris des phrases correctes, sinon (or: ou bien)… Το καλό που σου θέλω, γράψε καλές προτάσεις! |
δημόσιο συμφέρονnom masculin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του intérêt στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του intérêt
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.