Τι σημαίνει το if στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης if στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του if στο Αγγλικά.

Η λέξη if στο Αγγλικά σημαίνει αν, εάν, άμα, εφόσον, αν, εάν, άμα, εφόσον, αν, εάν, αφού, αν, εάν, αν και, αχ και, αδιευκρίνιστος, -, λες και, σαν να, ναι καλά!, σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, λες και ήμασταν συνεννοημένοι, σαν να ήθελε να πει, σαν να προσπαθούσε να πει, ρωτάω, ρωτώ, ρωτάω, ρωτώ, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, αμφιβάλλω, ακόμα και αν, ακόμα και στην περίπτωση που, εκτός αν, αν δεν, να με πάρει και να με σηκώσει, αν και μόνο αν, αν και εφόσον, το αντίθετο, το αντίθετο μάλιστα, αν ισχύει, και αν, αν ποτέ, ίσως και ποτέ, αν ήξερα ότι/πως..., αν ήμουν στη θέση σου, εν τοιαύτη περιπτώσει, αν σε παρηγορεί, αν θυμάμαι καλά, αν χρειαστεί, αν χρειάζεται, αν απαιτείται, αν όχι, τουλάχιστον, αχ και..., αν, εάν, ει δυνατόν, αν ναι, αν τυχόν, αν χρειαστεί, αν είναι δυνατόν, αν έχεις την καλοσύνη, αφού το λες εσύ, για να το λες εσύ, αφού το λες εσύ, για να το λες εσύ, όπως θέλεις, όπως νομίζεις, όπως καταλαβαίνεις, με άλλα λόγια, αν έχεις την καλοσύνη, αν θέλεις, κάνω ότι κάνω κτ, κάνω πως κάνω κτ, μόνο εάν, σπάνια... και αν, τι και αν, φαίνεται, αν, Για δες με!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης if

αν, εάν, άμα, εφόσον

conjunction (in case that) (σε περίπτωση που)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
If the statement is true, then we will have to accept the conclusion.
Αν αυτή η δήλωση είναι ακριβής, τότε πρέπει να αποδεχτούμε το συμπέρασμα.

αν, εάν, άμα, εφόσον

conjunction (on condition that) (με την προϋπόθεση ότι)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
I'll only buy the car if they fix the brakes first.
Θα αγοράσω το αυτοκίνητο μόνο αν φτιάξουν πρώτα τα φρένα.

αν, εάν, αφού

conjunction (supposing that) (αν υποθέσουμε ότι)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
If you're such a good driver, how can you explain that accident last year?
Αν είσαι τόσο καλός οδηγός, πώς εξηγείς το ατύχημα που είχες πέρσι;

αν, εάν

conjunction (whether)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Do you know if he's coming to the party?
Ξέρεις αν θα έρθει στο πάρτι;

αν και

conjunction (although)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
It's a depressing if predictable piece of news.

αχ και

conjunction (exclamatory starter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If only I'd known!
Μακάρι να το ήξερα!

αδιευκρίνιστος

noun (supposition)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Smith's decision to run for election is still a big if.
Το αν θα κατέβει στις εκλογές ο Σμιθ παραμένει αδιευκρίνιστο.

-

noun (stipulation, requirement) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No ifs or buts allowed!
Δεν έχει μα και μου!

λες και, σαν να

conjunction (as though)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He looked as if he wanted to say something.
Έμοιαζε σαν να ήθελε να πει κάτι.

ναι καλά!

interjection (informal (sceptical)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You're going to help me clean the house? As if!
Θα με βοηθήσεις να καθαρίσω το σπίτι; Ναι καλά!

σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, λες και ήμασταν συνεννοημένοι

expression (as though responding to a signal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tom was thinking about his mother when, as if on cue, she knocked on his front door.

σαν να ήθελε να πει, σαν να προσπαθούσε να πει

adverb (in a way that suggests [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He nodded at her as if to say goodbye.

ρωτάω, ρωτώ

transitive verb (with clause: enquire) (αν/μήπως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I forgot to ask whether he could give me a lift to the party.
Ξέχασα να τον ρωτήσω αν θα μπορούσε να με πάει στο πάρτι.

ρωτάω, ρωτώ

transitive verb (with object, clause: enquire) (καποιον αν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rita asked me if I wanted dinner.
Με ρώτησε αν ήθελα βραδινό.

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

adjective (figurative (in no-win situation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμφιβάλλω

intransitive verb (be uncertain) (αν, εάν)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I doubt if I can help you.
Αμφιβάλλω αν μπορώ να σε βοηθήσω.

ακόμα και αν, ακόμα και στην περίπτωση που

conjunction (in the unlikely case that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even if we never see each other again, I'll always remember you. I'd still love chocolate even if everyone else hated it.
Ακόμα κι αν δεν ειδωθούμε ποτέ ξανά, θα σε θυμάμαι για πάντα. Θα συνέχιζα να λατρεύω τη σοκολάτα, ακόμα κι αν όλοι τη μισούσαν.

εκτός αν, αν δεν

adverb (unless)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Minors are not admitted except if accompanied by an adult.

να με πάρει και να με σηκώσει

expression (potentially offensive, slang (defiance) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll be damned if I'm going to let you take our son!

αν και μόνο αν

conjunction (on the strict condition that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll help you, if and only if, you promise to do your part.

αν και εφόσον

expression (possibly in the future)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το αντίθετο, το αντίθετο μάλιστα

adverb (on the contrary)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Too tall? No, if anything she's too short to play goalie!
Υπερβολικά ψηλή; Το αντίθετο μάλιστα. Είναι πολύ κοντή για να παίξει τέρμα!

αν ισχύει

adverb (if this is the case)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

και αν

adverb (possibly not at all)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In this part of the country, it only snows a few days per year, if at all.
Σε αυτό το τμήμα της χώρας χιονίζει μόνο λίγες ημέρες το χρόνο, και αν.

αν ποτέ

conjunction (should it ever occur that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pop by if ever you feel like a chat.

ίσως και ποτέ

adverb (even never)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This method is rarely, if ever, employed today.
Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται σπάνια στις μέρες μας, ίσως και καθόλου.

αν ήξερα ότι/πως...

expression (with more information)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I had known it was going to rain, I wouldn't have suggested going to the beach.

αν ήμουν στη θέση σου

expression (used to offer advice)

Your meal looks disgusting; if I were you, I'd complain.

εν τοιαύτη περιπτώσει

(literary (in that case, if so) (λογοτεχνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't believe he would lie to you, but if it be so, you should not trust him again.

αν σε παρηγορεί

adverb (informal (said to cheer [sb] after misfortune)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αν θυμάμαι καλά

expression (if I remember rightly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αν χρειαστεί

adverb (if required, if needed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm ready to stay late if necessary.

αν χρειάζεται, αν απαιτείται

expression (if required)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αν όχι

conjunction (if this is not the case)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let's see if Pete is free this evening. If not, we can always go without him.
Για να δούμε αν ο Πητ είναι ελεύθερος σήμερα το απόγευμα. Αν όχι, μπορούμε να πάμε και χωρίς αυτόν.

τουλάχιστον

expression (at least)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's a long flight, but if nothing else, you can finish reading that novel.

αχ και...

interjection (expressing a wish)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If only I had a million dollars!
Μακάρι να είχα ένα εκατομμύριο δολάρια!

αν, εάν

conjunction (on the single condition that)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
This plan will work if only we get enough funding for it.
Το σχέδιο θα πετύχει μόνο εάν λάβουμε επαρκή χρηματοδότηση.

ει δυνατόν

adverb (if it can be done)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αν ναι

adverb (in that case)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are you going shopping? If so, may I come with you?
Πας για ψώνια; Αν ναι, μπορώ να έρθω μαζί σου;

αν τυχόν

expression (should [sth] unexpected arise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I plan to come to the party, but will let you know if something crops up to prevent me coming.

αν χρειαστεί

(formal (should it turn out to be necessary)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If the need arises I will hire a car to drive you to the airport.

αν είναι δυνατόν

expression (ironic (expressing mild outrage)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
And then, if you please, he actually asked me if I had any grandchildren! I'm only 32!

αν έχεις την καλοσύνη

expression (polite request)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Come this way, if you please. Take a seat, if you please.

αφού το λες εσύ, για να το λες εσύ

expression (I disagree but do not want to argue)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφού το λες εσύ, για να το λες εσύ

expression (I tentatively agree)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όπως θέλεις, όπως νομίζεις, όπως καταλαβαίνεις

adverb (as you please)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can lend you some money if you want.

με άλλα λόγια

adverb (in other words, so to speak)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αν έχεις την καλοσύνη

adverb (polite request)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αν θέλεις

adverb (as you please, it's your choice)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We can always postpone the meet-up for another time, if you wish - it's up to you.

κάνω ότι κάνω κτ, κάνω πως κάνω κτ

verbal expression (informal (pretend, feint)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He made as if to throw the ball, but he actually ran with it instead.

μόνο εάν

conjunction (not unless)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
I'll go, but only if you go with me.

σπάνια... και αν

adverb (never or almost never)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I seldom, if ever, have time to relax and read a book.
Σπάνια βρίσκω χρόνο να ξεκουραστώ και να διαβάσω ένα βιβλίο, και αν.

τι και αν

conjunction (it's irrelevant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
So what if I enjoy a beer now and then?
Τι και αν απολαμβάνω μια μπύρα μια στο τόσο;

φαίνεται

verbal expression (would seem)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It sounds as though you could do with a vacation!
Φαίνεται να έχεις πραγματικά ανάγκη από διακοπές!

αν

conjunction (supposing)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
What if she never comes back?
Και αν δεν γυρίσει ποτέ;

Για δες με!

interjection (informal (I'll show you I'm right)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του if στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του if

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.