Τι σημαίνει το identity στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης identity στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του identity στο Αγγλικά.
Η λέξη identity στο Αγγλικά σημαίνει ταυτότητα, ταυτότητα, ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, απίστευτη ομοιότητα, εντυπωσιακή ομοιότητα, ταυτότητα, κρυφή ταυτότητα, κρυφά χαρακτηριστικά, κρυφά στοιχεία, εταιρική ταυτότητα, ταυτότητα φύλου, ταυτότητα, ταυτότητα, έλεγχος ταυτότητας, κρίση ταυτότητας, πλαστοπροσωπία, πλαστοπροσωπία, λάθος ταυτοποίηση, εθνική ταυτότητα, προσωπική ταυτότητα, μυστική ταυτότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης identity
ταυτότηταnoun (who [sb] is) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You will need to prove your identity before you cash the cheque. Θα χρειαστεί να αποδείξεις την ταυτότητά σου πριν εξαργυρώσεις την επιταγή. |
ταυτότηταnoun (person: character, self) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He was questioning his own identity. Αμφισβητούσε την ίδια του την ταυτότητα. |
ταυτότηταnoun (thing: character, nature) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Each plant has an identity of its own. The Venus de Milo has kept its unique identity, despite the loss of its arms. Κάθε φυτό έχει δική του ταυτότητα. Η Αφροδίτη της Μήλου κράτησε την ταυτότητά της παρά την απώλεια των χεριών της. |
απόλυτη ομοιότητα, απίστευτη ομοιότητα, εντυπωσιακή ομοιότηταnoun (uncountable (exact likeness) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The identity of their facial features is quite remarkable. |
ταυτότηταnoun (mathematics) (μαθηματικά: εξισώσεις) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I need to remember these identities for the trigonometry test. |
κρυφή ταυτότηταnoun (anonymity) Fictional user-names allow us to maintain a concealed identity. Τα φανταστικά ονόματα χρήστη μας επιτρέπουν να κρατάμε κρυφή την ταυτότητά μας. |
κρυφά χαρακτηριστικά, κρυφά στοιχείαnoun (hidden face or features) |
εταιρική ταυτότηταnoun (business brand) They were trying to change their corporate identity by using a new logo and advertisements. |
ταυτότητα φύλουnoun (person's sense of gender) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ταυτότηταnoun (informal, abbreviation (identity card) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You'll need to show your ID card to get in. |
ταυτότηταnoun (personal document) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The British government is planning to introduce identity cards for all citizens. |
έλεγχος ταυτότηταςnoun (verification of who [sb] is) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sir, you're going to have to go through the identity checks like everyone else. |
κρίση ταυτότηταςnoun (confusion about yourself) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The country is going through an identity crisis shaped by significant demographic changes. |
πλαστοπροσωπίαnoun (crime: pretending to be [sb] else) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλαστοπροσωπίαnoun (crime: pretending to be [sb] else) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary was a victim of identity theft; someone else was using her name and date of birth illegally. |
λάθος ταυτοποίησηnoun (when [sb] is identified as [sb] else) (από αστυνομία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He was taken into custody for a case of mistaken identity. |
εθνική ταυτότηταnoun (characteristics of a given nationality) |
προσωπική ταυτότηταnoun (self-concept) (μεταφορικά) |
μυστική ταυτότηταnoun (who a person really is) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του identity στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του identity
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.