Τι σημαίνει το hablar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hablar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hablar στο ισπανικά.

Η λέξη hablar στο ισπανικά σημαίνει μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλάω, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες, κουβεντιάζω, συζητάω, συζητώ, λέω τη γνώμη μου, λέω, τα λέω, συζητώ, κρατάω επαφή, μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, μιλάω με κπ, μιλάω, ομιλία, μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, υπεκφυγή, συκοφαντώ, δυσφημώ, φλυαρώ, μασάω, πρόσχαρος, κεφάτος, κουτσομπολιό, μασάω τις λέξεις, ομιλία, σχολιάζω, λέω βλακείες, λέω ανοησίες, μιλώ με συγκεκριμένο τρόπο, μιλάω άπταιστα, χωρίς λέξη, χωρίς κουβέντα, στα μισά της πρότασης, με βάση την εμπειρία μου, αμίλητα, πόσο μάλλον, για να μην αναφέρω και, Εύκολο να το λες., με τίποτα, ούτε να το σκέφτεσαι, το να τραβάω τις λέξεις, εμπιστευτική συζήτηση, ψιλοκουβέντα, δημόσια ομιλία, τρόπος έκφρασης, προσποίηση, γλωσσολαλιά, βρομόλογα, επικοινωνώ με κπ, συζητάω περαιτέρω, τα χώνω, τη λέω, κουβεντιάζω, συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπ, συζητώ κτ με κτ, μιλάω με κπ για κτ, τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους, είμαι σαφής, ακούγομαι, εννοώ αυτά που λέω, ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια, τα λέω, μιλάω από μόνος μου, μιλάω με καλά λόγια για κπ/κτ, κακολογώ, μιλάω ανοιχτά, λέω καλά λόγια για κπ, πιάνω κουβέντα, μιλάω πιο δυνατά, αρνούμαι να μιλήσω, μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ, μιλώ πρόστυχα, λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες, μιλώ πολύ, μιλώ ελεύθερα, μιλώ ανοιχτά, μιλώ με το στόμα γεμάτο, μιλάω ακατάπαυστα, συζητάω για τη δουλειά, μιλάω για τη δουλειά, μιλάω με κπ, για σένα, όχι για μένα, φλυαρώ, μιλάω ειλικρινά, μιλάω ευθέως, μουρμουρίζω, μουρμουράω, παρεκτρέπομαι, κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά, μιλώ, λέω την άποψη μου, υπεκφεύγω, μουρμουρίζω, μουρμουράω, συζητώ, λέω, μιλάω με, συζητώ με, μιλώ για κάτι, λέω κτ ανιαρό, λέω κτ βαρετό, μιλάω πιο δυνατά, μακρηγορώ, δημηγορώ, μιλώ πιο δυνατά, αστειεύομαι, μιλάω ακατάπαυστα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hablar

μιλάω, μιλώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El maestro exigió que el estudiante hablara.
Ο δάσκαλος απαίτησε από τον μαθητή να μιλήσει.

μιλάω, μιλώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hablaron durante muchas horas por teléfono.
Μιλούσαν πολλές ώρες στο τηλέφωνο.

μιλάω, μιλώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Hablas inglés?
Μιλάς αγγλικά;

μιλάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Me alegro de verte. ¿Podemos hablar?
Χαίρομαι που σε συνάντησα. Μπορούμε να μιλήσουμε;

μιλάω, μιλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella sabe cómo hablar.

μιλάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Después de cuatro horas de interrogatorio, el testigo finalmente habló.

μιλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El embajador hablará en la universidad esta noche.

συζητάω, συζητώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tenemos que hablar sobre dónde ir de vacaciones este año.

κουβεντιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellos pueden hablar durante horas.
Μπορούν να κάθονται και να τα λένε με τις ώρες.

λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες

(CL, AR, vulgar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουβεντιάζω, συζητάω, συζητώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λέω τη γνώμη μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Exprésate si eso te preocupa!
Πες τη γνώμη σου εάν σε ανησυχεί αυτό.

λέω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si sabes la respuesta por favor canta.
Αν ξέρεις την απάντηση, σε παρακαλώ πες την.

τα λέω

(καθομ: με κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Marcos estaba charlando con sus amigos.

συζητώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los dos caballeros charlaron mientras caminaban por el parque.

κρατάω επαφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Ustedes dos todavía están en contacto?
Έχετε κρατήσει επαφή;

μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ

Ella habla con sus mascotas aunque no puedan responderle.

μιλάω με κπ

¿Puede hablar contigo un minuto? Hablaré con mis asociados y te responderé.

μιλάω

(για κάποιν/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hablamos sobre la película que acabábamos de ver.
Μιλήσαμε για την ταινία που είχαμε μόλις δει.

ομιλία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su modo de hablar hacía obvio que ella era de Nueva York.

μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ

¿Vinnie está causando problemas? No te preocupes, voy a hablar con él.

υπεκφυγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todo buen político debe manejar el arte de las evasivas.
Όλοι οι καλοί πολιτικοί χρειάζεται να μάθουν την τέχνη της υπεκφυγής.

συκοφαντώ, δυσφημώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φλυαρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μασάω

(μεταφορικά: τις λέξεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian había bebido mucho y no paraba de mascullar.
Ο Μπράιαν είχε πιει πολύ και μασούσε τις λέξεις του.

πρόσχαρος, κεφάτος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eric vive la vida con una actitud despreocupada, importándole poco el dinero o el éxito.

κουτσομπολιό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μασάω τις λέξεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adam había estado bebiendo durante horas y, cuando hablaba, solo podía mascullar.
Ο Άνταμ έπινε για ώρες και τώρα μιλούσε ακατάληπτα.

ομιλία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El habla de la mayoría de los jóvenes contiene jerga.
Ο λόγος των περισσότερων νέων είναι γεμάτος λέξεις της αργκό.

σχολιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él comentó el artículo de periódico.
Η Ώντρευ σχολίασε το άρθρο της εφημερίδας.

λέω βλακείες, λέω ανοησίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Para de mentir! Los dos sabemos que en tu historia no hay nada cierto.
Σταμάτα να λες βλακείες! Ξέρουμε και οι δυο πως τίποτα στην ιστορία σου δεν είναι αληθινό.

μιλώ με συγκεκριμένο τρόπο

(al hablar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rafael se entusiasmaba hablando de los vinos que había bebido la noche anterior. Cuando la autora describió la escena de los mercados coloridos, se entusiasmó.

μιλάω άπταιστα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Habla tres idiomas con fluidez.
Είναι ευφραδής σε τρεις γλώσσες.

χωρίς λέξη, χωρίς κουβέντα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στα μισά της πρότασης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me resulta muy difícil concentrarme si siempre me interrumpís en la mitad de la oración.

με βάση την εμπειρία μου

locución verbal

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Créeme cuando te digo que es algo espantoso, hablo por experiencia, no se lo desearía a nadie.

αμίλητα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πόσο μάλλον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No entro en la talla mediana, y mucho menos en la pequeña.
Δεν μπορώ καν να χωρέσω στο μεσαίο μέγεθος, πόσο μάλλον στο μικρό.

για να μην αναφέρω και

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Debo llevar a los niños a la escuela, por no hablar de hacer las compras.
Πρέπει να πάω τα παιδιά στο σχολείο για να μην αναφέρω και τα ψώνια.

Εύκολο να το λες.

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τίποτα, ούτε να το σκέφτεσαι

locución interjectiva (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το να τραβάω τις λέξεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mucha gente del sur del país tiene una pronunciación lenta.
Πολύς κόσμος από τα νότια της χώρας μιλάει τραβώντας τις λέξεις.

εμπιστευτική συζήτηση

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Necesitas hablar con tu hijo con el corazón en la mano, o pronto va a tener problemas con la policía.

ψιλοκουβέντα

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Déjese de hablar de nimiedades que Ud. no ha venido para eso, vaya al grano.

δημόσια ομιλία

locución verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Posiblemente hablar en público sea el mayor de mis temores.

τρόπος έκφρασης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσποίηση

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sus políticas de apoyo a las familias pobres son algo más que pura palabrería.

γλωσσολαλιά

locución verbal (religión) (σπάνιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βρομόλογα

(καθομιλουμένη: ερωτικού περιεχομένου)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
A la pareja le gustaba la charla sucia en la habitación.

επικοινωνώ με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Has estado en contacto con ella últimamente?

συζητάω περαιτέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres pueden arreglar una reunión con la escuela para discutir más extensamente el tema.

τα χώνω, τη λέω

(coloquial) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te la pasas hablando pestes, pero no te gusta cuando alguien te ataca.
Εσύ μια χαρά τα χώνεις, αλλά δεν σου αρέσει όταν σου τη λένε.

κουβεντιάζω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hablé largo y tendido con un viejo amigo ayer en el mercado. No se habían visto en años y aprovecharon la oportunidad para hablar largo y tendido.
Χτες τα είπαμε με έναν παλιό φίλο στην αγορά. Είχαν χρόνια να ειδωθούν και χάρηκαν που είχαν την ευκαιρία να τα πουν.

συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si quieres renovar tu cocina, habla con mi hermano; él lo hizo el año pasado.

συζητώ κτ με κτ, μιλάω με κπ για κτ

El jefe tuvo una charla con Bill sobre su impuntualidad.

τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El director ejecutivo habló con franqueza: "este negocio necesita renovarse o sufrirá las consecuencias".

είμαι σαφής

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Nunca más debes hacer eso, ¿hablé claro?

ακούγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Clive le gusta hacerse oír en las discusiones de la clase.

εννοώ αυτά που λέω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Realmente piensa lo que dice, o son solo palabras vacías?

ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Obama habló de boca para afuera sobre cerrar Guantánamo, pero todavía no ha hecho nada.

τα λέω

(AR, coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No hablamos de nada importante esa noche, solo de bueyes perdidos.
Δεν συζητήσαμε τίποτα σημαντικό χτες το βράδυ, απλά τα λέγαμε.

μιλάω από μόνος μου

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La causa del accidente habla por sí misma, alguien fue descuidado.

μιλάω με καλά λόγια για κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Trae una excelente recomendación; Don Julio habla muy bien de usted.

κακολογώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No deberías hablar mal de alguien cuando no está presente.

μιλάω ανοιχτά

Habló claro sobre los problemas de igualdad de género.

λέω καλά λόγια για κπ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Necesitas que tus clientes hablen bien de ti a sus amigos y conocidos.

πιάνω κουβέντα

(έναρξη συζήτησης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No sé cómo comportarme en una fiesta, me cuesta hablar de cosas sin importancia.

μιλάω πιο δυνατά

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor habla más fuerte. No puedo oírte muy bien.

αρνούμαι να μιλήσω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A pesar de todos los apremios físicos, siguió negándose a hablar.

μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La profesora de mi hijo habla muy bien de él. Dice que es muy buen alumno.
Η δασκάλα του γιου μου μιλάει με τα καλύτερα λόγια για αυτόν. Λέει ότι είναι εξαίρετος μαθητής.

μιλώ πρόστυχα

locución verbal

Me gusta cuando me hablas sucio.

λέω ανοησίες, λέω χαζομάρες

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deja de decir disparates; la capital de Estados Unidos no es Miami.

μιλώ πολύ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella habla demasiado y casi siempre tonterías.

μιλώ ελεύθερα, μιλώ ανοιχτά

locución verbal

Puedes hablar sin reservas, José está al tanto de todo.

μιλώ με το στόμα γεμάτο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλάω ακατάπαυστα

locución verbal

συζητάω για τη δουλειά, μιλάω για τη δουλειά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi socio y yo hablamos de trabajo después de la cena.

μιλάω με κπ

locución verbal (discutir, debatir)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su hija se ha estado escapando del colegio otra vez. ¿Puede tener una charla con ella?

για σένα, όχι για μένα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
«Μου άρεσε πολύ η ταινία.» «Εμένα πάλι όχι.»

φλυαρώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μιλάω ειλικρινά, μιλάω ευθέως

locución verbal

μουρμουρίζω, μουρμουράω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tim hablaba entre dientes consigo mismo mientras trabajaba.
Ο Τιμ παραμιλούσε καθώς δούλευε.

παρεκτρέπομαι

(για ομιλία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mejor hablemos más bajo o vamos a despertar al bebé.

μιλώ, λέω την άποψη μου

locución verbal (CL, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si creías que estaba equivocado, ¡deberías hablar con la boca de la cara y decirlo!

υπεκφεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μουρμουρίζω, μουρμουράω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No puedo entender a Lucy cuando habla entre dientes.
Δεν καταλαβαίνω τη Λούσυ όταν μουρμουρίζει.

συζητώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μιλάω με, συζητώ με

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre es un placer hablar con mi abuela. Me gustaría hablar contigo antes de que te vayas a casa.

μιλώ για κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω κτ ανιαρό, λέω κτ βαρετό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me escapé por la puerta de atrás mientras ella hablaba sin cesar.
Το έσκασα από την πίσω μεριά της αίθουσας, ενώ εκείνη συνέχιζε να φλυαρεί.

μιλάω πιο δυνατά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hable más fuerte, desde acá atrás no alcanzamos a escucharlo.
Παρακαλώ μίλα πιο δυνατά. Δεν μπορώ να σε ακούσω!

μακρηγορώ, δημηγορώ

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mejor no le menciones el tema porque si se engancha no para de hablar en toda la noche.

μιλώ πιο δυνατά

verbo intransitivo (sin rodeos)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Basta de dar vueltas, hablá claro ¿para qué viniste?

αστειεύομαι

locución verbal (AR, coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Y aunque mechábamos un chiste tras otro no estábamos hablando en joda, discutíamos algo muy serio.

μιλάω ακατάπαυστα

(coloquial)

Brian siempre habla como un loro.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hablar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του hablar

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.