Τι σημαίνει το gratter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gratter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gratter στο Γαλλικά.

Η λέξη gratter στο Γαλλικά σημαίνει ξύνω, ξύνω, φαγουρίζω, ξύνω, προκαλώ φαγούρα, προκαλώ φαγούρα, προκαλώ φαγούρα, φαγουρίζω, ξύνω, έχω φαγούρα, με φαγουρίζει, με ξύνει, με τσιμπάει, παίζω, ξύνω, γρατσουνάω, γρατζουνώ, ξύνω, σπάω, σπάζω, ανάβω, τρίβω, ξύνω, τρίβω, ξύνω, αυτοσχεδιάζω, τσιμπάω, τσιμπώ, ξύνομαι, δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το, ξυστό, φύλλο αλουμινίου, αγγίζω με το πόδι, σκουντάω με το πόδι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gratter

ξύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally a gratté son pied qui la démangeait.
Η Σάλι έξυσε το πόδι της που τη φαγούριζε.

ξύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim grattait constamment la rougeur sur son bras et elle empirait.
Ο Τζιμ έξυνε συνέχεια το εξάνθημα στο μπράτσο του και αυτό όλο και χειροτέρευε.

φαγουρίζω, ξύνω

verbe intransitif (irriter la peau) (καθομ: κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce pull gratte vraiment !

προκαλώ φαγούρα

verbe transitif (vêtements, rougeur,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cette rougeur me grattait horriblement.
Το εξάνθημα με έτρωγε αφόρητα.

προκαλώ φαγούρα

verbe transitif (vêtements)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nouvelle chemise de Sarah était rêche et la démangeait terriblement.
Το καινούργιο πουκάμισο της Σάρας ήταν τραχύ και την φαγούριζε πολύ.

προκαλώ φαγούρα

verbe transitif (vêtements) (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce pull en laine me gratte le dos.
Αυτό το μάλλινο πουλόβερ με φαγουρίζει στην πλάτη.

φαγουρίζω, ξύνω

verbe transitif (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'étiquette de cette chemise me gratte (or: irrite ma peau) ; je vais devoir la couper.

έχω φαγούρα

(personne)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Cette varicelle me rend fou : j'ai des démangeaisons partout.
Η ανεμοβλογιά μου τη δίνει. Έχω φαγούρα παντού.

με φαγουρίζει, με ξύνει, με τσιμπάει

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mon pull en laine est joli, mais il gratte.

παίζω

verbe transitif (instrument à cordes) (έγχορδο όργανο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai entendu Anthony gratter sa guitare toute la nuit.

ξύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γρατσουνάω, γρατζουνώ

(un instrument à cordes) (μτφ: όργανο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janet a gratté le pare-brise jusqu'à ce qu'il n'y ait plus de glace.
Η Τζάνετ έτριψε το παρμπρίζ μέχρι να φύγει ο πάγος.

σπάω, σπάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a gratté la pierre avec attention pour en retirer le fossile.

ανάβω

verbe transitif (une allumette) (σπίρτο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour allumer les bougies, il faut d'abord gratter une allumette.

τρίβω, ξύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρίβω, ξύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυτοσχεδιάζω

(sur un piano)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αυτοσχεδίαζα με την κιθάρα και μου ήρθε ένα τραγούδι.

τσιμπάω, τσιμπώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette écharpe me pique (or: gratte) le cou.
Αυτό το κασκόλ με τσιμπάει στο λαιμό.

ξύνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Larry avait été mordu par des moustiques et se grattait constamment.
Τον Λάρι τον τσίμπησαν κουνούπια και ξυνόταν διαρκώς.

δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το

(populaire)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Si tu penses que je vais encore faire la vaisselle pour toi ce soir, tu peux te gratter !

ξυστό

(είδος λαχείου)

φύλλο αλουμινίου

nom féminin (για χαρακτική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αγγίζω με το πόδι, σκουντάω με το πόδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le chat donnait des coups de patte à la souris, déçu qu'elle ne veuille plus jouer.
Η γάτα άγγιζε με το πόδι της το ποντίκι, ενοχλημένη που δεν έπαιζε άλλο.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gratter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του gratter

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.