Τι σημαίνει το gather στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gather στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gather στο Αγγλικά.
Η λέξη gather στο Αγγλικά σημαίνει μαζεύω, μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, μαζεύω, αντιλαμβάνομαι, μαζεύομαι, αντιλαμβάνομαι, μαζεύομαι, μαζεύω, αγκαλιάζω, μαζεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω στοιχεία, μαζεύω στοιχεία, συλλέγω στοιχεία, επιταχύνομαι, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ταχύτητα, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω, βρίσκω το κουράγιο, βρίσκω το κουράγιο να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gather
μαζεύωtransitive verb (collect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She gathered some shells as souvenirs of the vacation. Συνέλεξε μερικά κοχύλια ως ενθύμιο των διακοπών της. |
μαζεύωtransitive verb (accumulate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We gathered the leaves in piles. Μαζέψαμε τα φύλλα σε σωρούς. |
συλλέγω, συγκεντρώνωtransitive verb (information: collate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Intelligence agencies are gathering more and more information on our online activities. Οι υπηρεσίες πληροφοριών συλλέγουν όλο και περισσότερα δεδομένα για τις διαδικτυακές μας δραστηριότητες. |
μαζεύωtransitive verb (fruit, flowers: pick) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I gathered a few wild strawberries to eat. Έκοψα μερικές άγριες φράουλες για να φάω. |
μαζεύωtransitive verb (crops: harvest) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They gathered the potatoes by hand. Μάζεψαν τις πατάτες με το χέρι. |
αντιλαμβάνομαιtransitive verb (understand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I gather you're not interested in going out tonight. Καταλαβαίνω ότι δεν θέλεις να βγεις απόψε. |
μαζεύομαιintransitive verb (assemble) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The people gathered for the ceremony. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε για την τελετή. |
αντιλαμβάνομαιtransitive verb (understand) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I gather that you've decided to resign from your post. Αντιλαμβάνομαι ότι αποφάσισες να παραιτηθείς από τη θέση σου. |
μαζεύομαιintransitive verb (accumulate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You could see the clouds gathering before the storm. |
μαζεύωtransitive verb (assemble) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gather the people together so we can begin the musical program. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όλα τα ξωτικά συνάχτηκαν στο δάσος. |
αγκαλιάζωtransitive verb (embrace) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gather your children close to you. |
μαζεύωtransitive verb (often passive (fabric: pull together) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She gathered the fabric at the waistband. |
συγκεντρώνω, μαζεύωphrasal verb, transitive, separable (harvest) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The farmers were busy gathering in the sheaves. |
συγκεντρώνομαι, μαζεύομαιphrasal verb, intransitive (congregate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gather round everybody! Richard has something to say! |
συγκεντρώνομαιverbal expression (figurative (compose yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He collected his thoughts before he started speaking. |
συγκεντρώνω στοιχεία, μαζεύω στοιχεία, συλλέγω στοιχεία(collect proof) (αποδείξεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The sheriff left without gathering any evidence from the crime scene. |
επιταχύνομαι(figurative (pick up speed and strength) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ταχύτητα(get faster) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His bike began to gather speed as he rode down the hill. |
συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι(form a group) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συγκεντρώνω, συναθροίζω(make a collection) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνω, μαζεύω(collect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gather up all the toys and put them in their correct place. |
βρίσκω το κουράγιοverbal expression (be brave enough) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I would ask her to dance if I could gather up the courage. |
βρίσκω το κουράγιο να κάνω κτverbal expression (be brave enough to do [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jane is gathering up the courage to ask her boss for a pay rise. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gather στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του gather
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.