Τι σημαίνει το folha στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης folha στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του folha στο πορτογαλικά.
Η λέξη folha στο πορτογαλικά σημαίνει φύλλο, φύλλο, φύλλο, φύλλο, φύλλο χαρτιού, φύλλο χαρτί, φύλλο, κομμάτι χαρτιού, κομμάτι χαρτί, στρώση, φύλλο γραμματοσήμων, λογιστικός πίνακας, λευκοσίδηρος, ακρίδα, χορταράκι, φύλλο καταγραφής, ζεστός-ζεστός, λογιστικό φύλλο, υπολογιστικό φύλλο, σημειώσεις, φασματώδες έντομο, λογιστικό φύλλο, υπολογιστικό φύλλο, ολοκαίνουριος, κατακαίνουριος, καθαρός, καπλαμάς, μισθολόγιο, κιτάπι, φύλλο τριφυλλιού, ποϊνσέττια, φύλλο δάφνης, διάτρητη καρτέλα, πίνακας του σκορ, απουσιολόγιο, λεπτό φύλλο χρυσού, λεπτό φύλλο χρυσού, φύλλο σφενδάμου, λαμαρίνα, μεταλλικό έλασμα, φύλλο μετάλλου, χαλύβδινη πλάκα, φύλλο τσαγιού, εξώφυλλο, φύλλο συκιάς, φύλλο χαρτί, φύλλα καλαμποκιού, συνοδευτική σελίδα, χορταράκι, φύλλο εγγραφής, έντυπο υπογραφής, αμπελόφυλλο, φύλλο ολίσθησης, αειθαλής, φύλλο σφενδάμου, φύλλο συκής, λαχανί, μισθοδοσία, φύλλο εργασιών, φύλλο ασκήσεων, φύλλο προόδου, φύλλο εργασιών, πληρωμές, άπειρος, παπαντούμ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης folha
φύλλοsubstantivo feminino (de planta) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) As árvores perderam suas folhas este ano por causa da geada. Τα δέντρα έχασαν νωρίς τα φύλλα τους φέτος εξαιτίας του παγετού. |
φύλλοsubstantivo feminino (de papel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ben virou uma página em seu livro e continuou a ler. Ο Μπεν γύρισε σελίδα στο βιβλίο του και συνέχισε να διαβάζει. |
φύλλοsubstantivo feminino (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando as crianças se mudaram, Sam abaixou as bordas da mesa para deixar a mesa de jantar menor. Όταν τα παιδιά του Σαμ μετακόμισαν έβγαλε τα φύλλα από το τραπέζι για να γίνει μικρότερο. |
φύλλοsubstantivo feminino (de planta) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A folha da árvore do bordo tem três pontas. |
φύλλο χαρτιού, φύλλο χαρτίsubstantivo feminino (κατά λέξη) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Estou escrevendo um poema com uma caneta preta nessa folha vermelha. |
φύλλοsubstantivo feminino (de papel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Uma resma tem 500 folhas de papel. Μια δεσμίδα αποτελείται από 500 κόλλες χαρτί. |
κομμάτι χαρτιού, κομμάτι χαρτίsubstantivo feminino (κατά λέξη) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στρώσηsubstantivo feminino (cobertura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Coloque uma folha de papel alumínio sobre a panela. Βάλε μια στρώση αλουμινόχαρτο στο ταψί. |
φύλλο γραμματοσήμωνsubstantivo feminino (de selos) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Comprei três folhas de selos nos correios. |
λογιστικός πίνακας(BRA) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) O contador inseriu as imagens na planilha. Ο λογιστής πέρασε τα νούμερα στον λογιστικό πίνακα. |
λευκοσίδηροςsubstantivo feminino (μέταλλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ακρίδα(biol., inseto que se assemelha à folha) (έντομο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χορταράκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φύλλο καταγραφής(documento usado para rastrear algo) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ζεστός-ζεστός(informal figurado: nova informação) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
λογιστικό φύλλο, υπολογιστικό φύλλο(BRA) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Janice usa uma planilha para calcular os custos da construção. Η Τζάνις χρησιμοποίησε ένα υπολογιστικό φύλλο για να υπολογίσει τα έξοδα για τις εργασίες κατασκευής. |
σημειώσεις(βοήθημα για μελέτη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
φασματώδες έντομο(τάξη εντόμου) |
λογιστικό φύλλο, υπολογιστικό φύλλο(BRA) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Robert usa uma planilha para gravar seus dados. Ο Ρόμπερτ χρησιμοποιεί ένα υπολογιστικό φύλλο για να καταγράφει τα δεδομένα του. |
ολοκαίνουριος, κατακαίνουριοςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Eu tenho um computador novinho em folha com Windows 8. Έχω έναν ολοκαίνουριο υπολογιστή με Windows 8. |
καθαρόςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καπλαμάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μισθολόγιοsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Meredith pediu para Peter verificar a folha de pagamento para ver se o jovem realmente era um de seus empregados. Η Μέρεντιθ ζήτησε από τον Πήτερ να δει το μισθολόγιο για να εξακριβώσουν αν ο νεαρός ήταν ότως ένας από τους υπαλλήλους τους. |
κιτάπι(livro de registro) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φύλλο τριφυλλιού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ποϊνσέττια(planta de folhas coloridas) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φύλλο δάφνης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Sempre que faço caçarola, coloco uma folha de louro do meu jardim. Όποτε φτιάχνω φαγητό στη γάστρα, προσθέτω ένα φύλλο δάφνης από τον κήπο μου. |
διάτρητη καρτέλα
|
πίνακας του σκορ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απουσιολόγιο(registro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λεπτό φύλλο χρυσού(camada fina de ouro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λεπτό φύλλο χρυσού
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φύλλο σφενδάμου(bot.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λαμαρίνα(aço em forma plana) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεταλλικό έλασμα, φύλλο μετάλλου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαλύβδινη πλάκα(folha de aço usada para gravação) |
φύλλο τσαγιού(folha seca de chá) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εξώφυλλο(página de livro constando título) (βιβλίο, περιοδικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φύλλο συκιάς
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φύλλο χαρτίsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Βρήκε ένα φύλλο χαρτί και έγραψε ένα σημείωμα. Χρειάζεται μόνο ένα φύλλο χαρτί για να κάνετε το τεστ. Έχετε έτοιμα τα μολύβια; |
φύλλα καλαμποκιούsubstantivo feminino (που περιβάλλουν το κοτσάνι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνοδευτική σελίδα
|
χορταράκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φύλλο εγγραφής, έντυπο υπογραφής(entrada registrada e assinada) (προσέλευση, παρουσία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμπελόφυλλοsubstantivo feminino (folha de planta trepadeira) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φύλλο ολίσθησηςsubstantivo feminino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αειθαλής(κρατάει τα φύλλα του όλο το χρόνο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φύλλο σφενδάμου(símbolo do Canadá) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φύλλο συκής
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λαχανί
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μισθοδοσίαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O chefe gastou muito e o contador está preocupado que não haja o suficiente para cobrir a folha de pagamento. Ο προϊστάμενος έχει ξοδέψει υπερβολικά πολλά χρήματα και ο λογιστής ανησυχεί μήπως δεν υπάρχουν αρκετά για να πληρώσει τη μισθοδοσία. |
φύλλο εργασιών, φύλλο ασκήσεωνsubstantivo feminino (escola) (σχολείο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ο δάσκαλος μοίρασε φύλλα ασκήσεων για να τα συμπληρώσουν οι μαθητές. |
φύλλο προόδου, φύλλο εργασιών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πληρωμέςsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Linda é a secretária e Bete trabalha com a folha de pagamento dos funcionários. |
άπειροςexpressão (pessoa sem experiência) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παπαντούμ(ινδικό πιάτο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του folha στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του folha
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.