Τι σημαίνει το enfermedad στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης enfermedad στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enfermedad στο ισπανικά.

Η λέξη enfermedad στο ισπανικά σημαίνει αρρώστια, ασθένεια, ασθένεια, αρρώστια, ασθένεια, πάθηση, νόσος, ασθένεια, πάθηση, ιατρική κατάσταση, παθολογική κατάσταση, πάθηση, αρρώστια, ασθένεια, φυτασθένεια, αδυναμία, ασθένεια, καρκίνος, πυρικουλάρια, κακή υγεία, κακή κατάσταση της υγείας, σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια, αφροδίσιο, μονοπυρήνωση, ασθένεια Πάρκινσον, νόσος Αλτσχάιμερ, κουραβελτόσημο, γεμάτος αρρώστιες, στα εύκολα και στα δύσκολα, εκτός εργασίας, ασθένεια ακτινοβολίας, αναρρωτική, χρόνια πάθηση, οξεία ασθένεια, δριμεία ασθένεια, ασθένεια του υψομέτρου, ζωική ασθένεια, ασθένεια των ζώων, πνευμονοκονίωση των ανθρακωρύχων, ασθένεια του αίματος, καρδιαγγειακή πάθηση, χρόνιο νόσημα, ασθένεια του κυκλοφορικού, νόσος των δυτών, εκφυλιστική ασθένεια, οστεοαρθρίτιδα, επιδημία, κληρονομική ασθένεια, λοιμώδης ασθένεια, μεταδοτική νόσος, λοιμώδης μονοπυρήνωση, νεφροπάθεια, διανοητική διαταραχή, διανοητική διαταραχή, διανοητική διαταραχή, νόσος του Άντισον, χρόνια ανεπάρκεια των επινεφριδίων, υπερθυρεοειδισμός, νόσος του Χόντζκιν, αναπνευστική νόσος, αναπνευστική ασθένεια, κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων, επίδομα ασθενείας, δερματική ασθένεια, αφροδίσιο νόσημα, αφροδίσιο νόσημα, νόσος των τρελών αγελάδων, γενετική διαταραχή, πνευμονοπάθεια, επιληψία, υδατογενής νόσος, σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας, βορρελίωση, ηπατική νόσος, ανίατη ασθένεια, στεφανιαία αρτηριακή νόσος, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, πνευμονία λόγω COVID, τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας, λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστος, ασθένεια του ύπνου, τρυπανοσωμίαση, άδεια από τη σημαία, νόσος των δυτών, αναρρωτική, σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας, τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης enfermedad

αρρώστια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había una enfermedad recorriendo la escuela así que la madre de Gary lo retiró por una semana.
Κυκλοφορούσε μια ασθένεια στο σχολείο και έτσι η μαμά του Γκάρι τον κράτησε σπίτι για μια εβδομάδα.

ασθένεια

(mental)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Larry tenía una enfermedad que le dificultaba hablar.

ασθένεια, αρρώστια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La enfermedad causó la muerte de tres personas el mes pasado.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η αντιμετώπιση των χρόνιων παθήσεων δεν είναι εύκολη υπόθεση.

ασθένεια, πάθηση, νόσος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La abuela de Kelly padece una enfermedad desconocida.
Η γιαγιά της Κέλι πάσχει από μια άγνωστη νόσο (or: ασθένεια).

ασθένεια, πάθηση

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De niña, Cynthia fue hospitalizada a causa de varias enfermedades.

ιατρική κατάσταση

Su enfermedad ha mejorado mucho con esta nueva terapia.

παθολογική κατάσταση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πάθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tiene una enfermedad cardiaca.
Πάσχει από καρδιοπάθεια.

αρρώστια, ασθένεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todos los aldeanos estaban sufriendo una extraña enfermedad.

φυτασθένεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδυναμία, ασθένεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καρκίνος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La ideología y los violentos rituales de la secta son un cáncer dentro de la comunidad.
Η ιδεολογία και οι βίαιες τελετουργίες της αίρεσης είναι καρκίνος για την κοινότητα.

πυρικουλάρια

(planta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un gran porcentaje de la cosecha de arroz se pierde por la plaga.

κακή υγεία, κακή κατάσταση της υγείας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eduardo achacaba la mala salud de su madre a la cantidad de años que fumó.

σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα

(sigla)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια

(siglas)

αφροδίσιο

(sigla)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μονοπυρήνωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασθένεια Πάρκινσον

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sus manos temblaban porque tiene Parkinson.

νόσος Αλτσχάιμερ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κουραβελτόσημο

(acrónimo) (αργκό: αφροδίσιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Te acuerdas del tío con el que salí el año pasado? Resulta que me contagió una ETS.

γεμάτος αρρώστιες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στα εύκολα και στα δύσκολα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tony siempre se tomó en serio la promesa de cuidar a su mujer en la salud y en la enfermedad.

εκτός εργασίας

(AR, coloquial)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
María estará de licencia unas semanas, se pescó una enfermedad grave.

ασθένεια ακτινοβολίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναρρωτική

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

χρόνια πάθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Janine padece alguna enfermedad crónica.

οξεία ασθένεια, δριμεία ασθένεια

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασθένεια του υψομέτρου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El mal de altura puede ser muy serio y hasta causar la muerte.

ζωική ασθένεια, ασθένεια των ζώων

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tuberculosis también es una enfermedad de los animales, que ataca con frecuencia a las vacas.

πνευμονοκονίωση των ανθρακωρύχων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Los mineros pueden desarrollar la enfermedad del pulmón negro por respirar el polvo de carbón.

ασθένεια του αίματος

nombre femenino (Med)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las enfermedades hematológicas son aquellas que afectan la producción de sangre y sus componentes.

καρδιαγγειακή πάθηση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρόνιο νόσημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El doctor dice que tienen medicamentos para tratar las enfermedades crónicas.

ασθένεια του κυκλοφορικού

(ιατρικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El colesterol alto y las arterias bloqueadas son signos de una enfermedad circulatoria.

νόσος των δυτών

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκφυλιστική ασθένεια

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οστεοαρθρίτιδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La enfermedad degenerativa de las articulaciones de Pedro ha progresado hasta el punto de que necesita ayuda para vestirse.

επιδημία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La enfermedad epidémica se propagó rápidamente entre la población.

κληρονομική ασθένεια

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λοιμώδης ασθένεια, μεταδοτική νόσος

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λοιμώδης μονοπυρήνωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νεφροπάθεια

(ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los pacientes con enfermedad del riñón pueden tratarse con diálisis.

διανοητική διαταραχή

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διανοητική διαταραχή

(psicología)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las enfermedades mentales como la esquizofrenia a menudo pueden tratarse eficientemente con drogas.

διανοητική διαταραχή

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En algunas sociedades retrógradas, todavía se considera que las enfermedades mentales son algo de lo que estar avergonzado.

νόσος του Άντισον, χρόνια ανεπάρκεια των επινεφριδίων

(medicina) (ασθένεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se dice que John F. Kennedy sufría de la enfermedad de Addison.

υπερθυρεοειδισμός

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los ojos saltones son característicos de la enfermedad de Graves.

νόσος του Χόντζκιν

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me diagnosticaron la enfermedad de Hodgkin.
Διαγνώστηκε ότι έχω τη νόσο του Χόντζκιν. Η νόσος του Χόντζκιν είναι ένα είδος λεμφώματος.

αναπνευστική νόσος, αναπνευστική ασθένεια

(medicina)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El esmog era un factor contribuyente para el desarrollo de su enfermedad respiratoria.
Η αιθαλομίχλη ήταν επιβαρυντικός παράγοντας για την αναπνευστική του ασθένεια.

κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επίδομα ασθενείας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ya he agotado todo el subsidio por enfermedad de este año.

δερματική ασθένεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El melanoma es una grave enfermedad de la piel.

αφροδίσιο νόσημα

(medicina)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con el uso de preservativos se ha reducido el contagio de enfermedades de transmisión sexual.

αφροδίσιο νόσημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νόσος των τρελών αγελάδων

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Están testeando más ganado por la enfermedad de la vaca loca.

γενετική διαταραχή

nombre femenino

El síndrome de Down es una enfermedad genética.

πνευμονοπάθεια

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Entre los mineros la incidencia de enfermedades pulmonares es mayor.

επιληψία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υδατογενής νόσος

σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βορρελίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηπατική νόσος

Los virus pueden causar algunas enfermedades del hígado.

ανίατη ασθένεια

στεφανιαία αρτηριακή νόσος

χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πνευμονία λόγω COVID

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασθένεια του ύπνου, τρυπανοσωμίαση

locución nominal femenina (ιατρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άδεια από τη σημαία

(καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νόσος των δυτών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Arthur sufrió el síndrome de descompresión después de bucear.

αναρρωτική

locución nominal masculina

σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας

(simular)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enfermedad στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του enfermedad

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.